Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανάριος -α -ο [anárjos] Ε4 : (λαϊκότρ., λογοτ.) αραιός: Aνάρια κόκκινα γένια. Aνάριο πανί / πλέξιμο.
ανάρια ΕΠIΡΡ κατά αραιά διαστήματα ιδίως χρονικά· κάπου κάπου: Στον αργαλειό της κάθονταν κι ~ τραγουδούσε. ΠAΡ ~ ~ το φιλί* για να ΄χει νοστιμάδα. [μσν. ανάριος < αν(α)- αραιός με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και τον. κατά τα σύνθ.]