Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έκπαγλος -η -ο [ékpaγlos] Ε5 : (λόγ.) εκπληκτικός, υπέροχος σε ομορφιά, θαυμάσιος, θαυμαστός: Έκπαγλη γυμνότητα. Έκπαγλη ωραιότητα. (λόγ. έκφρ.) εκπάγλου καλλονής, εκπληκτικής ομορφιάς.
[λόγ. < αρχ. ἔκπαγλος]