Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άτομο 1 το [átomo] Ο40 : 1α.ο άνθρωπος ως μονάδα με τα ιδιαίτερα και μοναδικά χαρακτηριστικά της σε αντιδιαστολή προς το είδος, το σύνολο ή την κοινωνία: Tο ~ μηδενίζεται μέσα στο σύνολο. H διακήρυξη των δικαιωμάτων του ατόμου και του πολίτη. Ως ~ διαφωνώ, αλλά ως μέλος της κοινωνίας δεν μπορώ παρά να πειθαρχήσω στις αποφάσεις του συνόλου. β. το πρόσωποII, ο άνθρωπος: Ύποπτο / ανέντιμο / ευφυές ~. || (ως αριθμητική μονάδα): Πρόσκληση για δύο άτομα. Σερβίτσιο δώδεκα ατόμων. Οικογένεια πέντε ατόμων. 2. για οποιοδήποτε βιολογικό οργανισμό σε αντιδιαστολή προς το είδος, το γένος: Σε κάθε σμήνος μελισσών υπάρχει ένα μόνο θηλυκό ~ με πλήρη κατασκευή, η βασίλισσα.
[λόγ. < αρχ. ἄτομον, ουδ. του επιθ. ἄτομος `άκοπος, αδιαίρετος΄ σημδ. γαλλ. individu]