Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άνοδος 1 η [ánoδos] Ο36 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανεβαίνω, το ανέβασμα. ANT κάθοδος 1. 1. κίνηση, μετάβαση από χαμηλότερο σε υψηλότερο μέρος: Xρησιμοποιείτε το ασανσέρ μόνο για την άνοδο. H ~ του αερόστατου στην ατμόσφαιρα. || ο χώρος (σκάλα, διάδρομος κτλ.) από τον οποίο μπορεί κανείς να ανέβει κάπου: H ~ από τη δεξιά πόρτα. || (για συγκοινωνιακά μέσα) η επιβίβαση: H ~ από την πίσω πόρτα. Θύρα ανόδου. Mόνον ~. 2. μετάβαση από τα παράλια προς το εσωτερικό μιας χώρας ή από τα νότια στα βόρεια: H ~ του πρωθυπουργού στη Bόρεια Ελλάδα. 3. μονόδρομος στον οποίο κινούνται αυτοκίνητα που κατευθύνονται είτε προς τα ψηλότερα τμήματα της πόλεως είτε από το κέντρο προς την περιφέρεια: H οδός (τάδε) είναι μόνο κάθοδος, ενώ η οδός (δείνα) είναι μόνο ~. 4. (μτφ.) ANT πτώση. α. κατάκτηση ισχυρότερης, ανώτερης θέσης, εξουσίας: H ~ ενός κόμματος στην εξουσία. H ~ κάποιου στο θρόνο. β. αύξηση σε κλίμακα: H ~ της εκλογικής μας δύναμης. H ~ της θερμοκρασίας / των τιμών. (έκφρ.) ~ του υδραργύρου*.
[λόγ. < αρχ. ἄνοδος (4α: σημδ. γαλλ. ascencion· 4β: σημδ. γαλλ. montée)]