Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Ω, ω το [oméγa] (άκλ.) : 1. το εικοστό τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο ωμέγα*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) Ω' ή ω' = οκτακόσια ή οκτακοσιοστός. || 'Ω ή 'ω = οκτακόσιες χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) Ω ή ω = εικοστός τέταρτος: Οι ραψωδίες Ω [oméγa] της Iλιάδας και ω της Οδύσσειας.
[αρχ. Ω (παραλλαγή του Ο)· προφ.: μακρό ανοιχτό [o:] μέχρι την ελνστ. εποχή, κατόπιν σύμπτωση με το ο· (δες και ωμέγα)]