Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Φ, φ το [fí] (άκλ.) : 1. το εικοστό πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο φι*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) Φ' ή φ' = πεντακόσια ή πεντακοσιοστός. || 'Φ ή 'φ = πεντακόσιες χιλιάδες. β. (χωρίς κανέ να διακριτικό σημάδι, στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρη στικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) Φ ή φ = εικοστός πρώτος: H ραψωδία Φ [fí] της Iλιάδας και φ της Οδύσσειας.
[αρχ. Φ· προφ. [p h] μέχρι την ελνστ. εποχή, κατόπιν [f] · (δες και φι)]