Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- T, τ το [táf] (άκλ.) : 1. το δέκατο ένατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο ταυ*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμμα τα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) T' ή τ' = τριακόσια ή τριακοσιοστός. || 'T ή 'τ = τριακόσιες χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακρι τικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) T ή τ = δέκατος ένατος: Οι ραψωδίες T [táf] της Iλιάδας και τ της Οδύσσειας.
[αρχ. Τ (σημιτ. προέλ.)· προφ. [t] (μετά την ελνστ. εποχή, ύστερα από [n] προφ. [d] ), διπλό <ττ>: προφ. [tt] μέχρι το μεσαίωνα· (δες και ταυ)]