Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Ρ, ρ το [ró] (άκλ.) : 1.το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο ρο*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) Ρ' ή ρ' = εκα τό ή εκατοστός: Στη σελίδα ρμδ' (= 144η) της εισαγωγής. || 'Ρ ή 'ρ = εκατό χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) Ρ ή ρ = δέκατος έβδομος: Οι ραψωδίες Ρ [ró] της Iλιάδας και ρ της Οδύσσειας.
[αρχ. Ρ (σημιτ. προέλ.)· προφ. [r] (κατά την αρχαιότητα σε αρχή μορφήματος άηχο [r], γραφή σε αρχή λέξης ῥ, κατόπιν παντού ηχηρό)· διπλό <ρρ>: προφ. [rr] μέχρι το μεσαίωνα· (δες και ρο)]