Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Ο, ο το [ómikron] (άκλ.) : 1. το δέκατο πέμπτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο όμικρον*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) Ο' ή ο' = εβδομήντα ή εβδομηκοστός: Στη σελίδα οδ' (= 74η) της εισαγωγής. H μετάφραση των Ο' [evdomíkonda] (βλ. εβδομήκοντα). || 'Ο ή 'ο = εβδομήντα χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) Ο ή ο = δέκατος πέμπτος: Οι ραψωδίες Ο [ómi kron] της Iλιάδας και ο της Οδύσσειας.
[αρχ. Ο (σημιτ. προέλ.)· προφ.: κλειστό βραχύ [o] μέχρι την ελνστ. εποχή, από την ελνστ. εποχή περισσότερο ανοιχτή προφ. και σύμπτωση με το Ω· (δες και όμικρον, Ω)]