Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- N, ν το [ní] (άκλ.) : 1.το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο νι*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) N' ή ν' = πενήντα ή πεντηκοστός: Στη σελίδα νδ' (= 54η) της εισαγωγής. || 'N ή 'ν = πενήντα χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) N ή ν = δέκατος τρίτος: Οι ραψωδίες N [ní] της Iλιάδας και ν της Οδύσσειας. 3. (μαθημ.) δηλώνει έναν απροσδιόριστο αριθμό. || (συνήθ. προφ.) για να δηλώσουμε μεγάλο αριθμό: Ξέρω ν περιπτώσεις ίδιες με τη δική σου.
[αρχ. Ν (σημιτ. προέλ.)· προφ. [n], διπλό <νν>: προφ. [nn] μέχρι το μεσαίωνα· (δες και νι)]