Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- K, κ το [kápa] (άκλ.) : 1.το δέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο κάπα*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) K' ή κ' = είκοσι ή εικοστός: Στη σελίδα κδ' (= 24η) της εισαγωγής. || 'K ή 'κ, είκοσι χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) K ή κ = δέκατος: Οι ραψωδίες K [kápa] της Iλιάδας και κ της Οδύσσειας.
[αρχ. Κ (σημιτ. προέλ.)· προφ. [k], διπλό <κκ>: [kk] μέχρι το μεσαίωνα· (δες και κάπα)]