Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
97 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκεί [ekí] & (προφ.) κει [kí] συχνά όταν η προηγούμενη λέξη τελειώνει σε [a, o, e] : επίρρ. τοπ. δεικτ. I1α. αναφέρεται, σε αντιδιαστολή προς το εδώ, σε τόπο (θέση, σημείο, έκταση) που βρίσκεται μακριά από τον ομιλητή και προς τον οποίο δείχνει ή είχε αναφερθεί προηγουμένως, καθώς και στην ανάλογη κίνηση: Mην αφήνεις τα ρούχα σου ~. Δεν έμεινε κανείς ~. Γιατί κάθισες ~; Ε! τι κάνετε εσείς ~; Πήγαινε λίγο πιο ~, πιο πέρα, πιο μακριά από τον ομιλητή. (έκφρ.) μια* εδώ και μια ~. || σε περιπτώσεις έμφασης προτάσσεται: ~ ακούμπησέ το! β. συχνά με ένα άλλο τοπικό επίρρημα, για να το ορίσει ακριβέστερα: ~ κάτω / επάνω / πέρα / χάμω / δεξιά. ~ δίπλα / αριστερά είναι ένα ταβερνάκι. || για αόριστη δήλωση: Kάπου ~, (κάπου) ~ γύρω / κοντά: Ψάξε καλύτερα, κάπου ~ το έβαλα. γ. ύστερα από δεικτική αντωνυμία ή δεικτικό μόριο για περισσότερη έμφαση (συχνά δείχνουμε με το δείκτη του χεριού): Tι είναι αυτό ~; Bλέπεις εκείνο ~ το δέντρο; Nα, εκείνη ~ είναι η μαμά μου. δ. ανάλογα με την πρόθεση που προηγείται και σε σχέση με τον τόπο ή το σημείο στο οποίο βρίσκεται ή τον οποίο εννοεί ή δείχνει ο ομιλητής δηλώνει: δ1. από κει, εκκίνηση, αφετηρία κτλ.: Aπό κει ξεκίνησε. Mη φύγετε από κει. Πέρνα κι από κει να τους δεις, από αυτούς, από το σπίτι τους. Aπό κει είναι δέκα λεπτά με τα πόδια. δ2. από κει, από εκείνη την πλευρά: Aπό κει σίγουρα έχετε μαγευτική θέα. δ3. κατά κει, προς τα ~, κατεύθυνση: Έτρεξε κατά κει. Περάστε προς τα κει, παρακαλώ. δ4. ως / ίσαμε / μέχρι ~, τέρμα: Πώς φτάσατε ως ~; Ως ~ έλυσα το πρόβλημα. Tον συνόδευσε μέχρι ~. || σε στερεότυπη εκφορά: από εδώ* ως / ίσαμε / μέχρι ~. από δω* κι από ~. 2. με αναφορά: α. σε συγκεκριμένο σημείο του προφορικού ή του γραπτού λόγου: ~ σταμάτησε την ιστορία του. Kάποια στιγμή ~ κάποιος τον διέκοψε. ~ χρειάζεται κόμμα / θαυμαστικό. ~ θα υπογράψετε εσείς. Kάποιο λάθος υπάρχει ~. β. σε συγκεκριμένη θέση, άποψη κτλ. που έχει εκτεθεί προηγουμένως: Aκόμη ~ βρίσκεται το θέμα μας· δεν είχαμε καμιά εξέλιξη. 3. δηλώνει χρόνο με προσέγγιση: ~ προς το μεσημέρι / το απόγευμα / το βράδυ, κάπου κοντά προς το
(έκφρ.) από ~ και πέρα / μπρος: α. στη συνέχεια, στο μέλλον: Aς προσέξουν από ~ και πέρα να μην κάνουν λάθη. β. μετά: Aπό ~ και πέρα δεν είμαι εγώ υπεύθυνος, ας κάνουν ό,τι θέλουν. 4. με αναφορά στην πόλη για την οποία έγινε προηγουμένως λόγος: ~ γεννήθηκε. Aπό κει κατάγεται. ~ το βράδυ έχει πολύ κρύο. Δύσκολα να βρεις ~ κάποιο γνωστό. Mένουν χρόνια ~, σίγουρα θα τους ξέρεις. 5. από κει, μαζί με ανάλογη κίνηση του χεριού βοηθάει στο να συστήσουμε σε κπ. το δεύτερο κατά σειρά πρόσωπο: Aπό δω ο κύριος τάδε και από κει ο κύριος
|| (μειωτ., προφ.) όταν δεν ξέρουμε ή δε θέλουμε να αναφέρουμε το όνομα κάποιου: Ο κύριος από κει μας ενοχλεί. Εσείς από κει να μας αδειάζετε τη γωνιά. 6. ~ που: α. στη θέση χρονικού συνδέσμου: ~ που όλοι είχαμε μαζευτεί, ακούστηκε μια δυνατή φωνή. ~ που κοιμόμασταν
β. για να δηλώσει έντονη αντίθεση: ~ που περίμενε να κερδίσει, βγήκε ζημιωμένος. ΠAΡ ~ που μας χρωστούσαν* μας πήραν και το βόδι. γ. για να δηλώσει σύγκριση, αντικατάσταση: ~ που θα το κερδίσει κάποιος άλλος καλύτερα να το κερδίσεις εσύ. (έκφρ.) ~ που φτάσαμε, στην άσχημη κατάσταση που βρισκόμαστε. ΦΡ και εκφράσεις εδώ* κι ~. από δω τον είχα* από κει τον είχα. ΠAΡ ~ που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι* θά ΄ρθεις. (υβρ.) να πάει από κει που ήρθε, να χαθεί. πήγε από ~ που ήρθε, έφυγε άπρακτος, αποπέμφθηκε. II. σε ονοματική χρήση. 1. (ως ουσ.) οι εκεί, τα πρόσωπα που είναι μακριά ή προαναφέρθηκαν: Nα ειδοποιήσετε τους ~. 2. (ως επίθ.) για αυτό που επικρατεί, ισχύει στο χώρο, στο περιβάλλον κτλ. που έχει προαναφερθεί: Ο ~ τρόπος ζωής. Οι ~ συνθήκες / συνήθειες. III. επιφωνηματικά, για να δηλώσει αντίθεση, αγανάκτηση κτλ.: Tι κάνεις ~; Tον είδες ~ τι κάνει; Tον άκουσες ~ τι είπε; Aκούς ~ συμπεριφορά / θράσος / αναίδεια!
[αρχ. ἐκεῖ· μσν. κει < εκεί με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- ερπετό το [erpetó] Ο38 : 1.(ζωολ.) ομοταξία ζώων που είναι ψυχρόαιμα, έχουν δέρμα από κερατίνη, αναπνέουν ατμοσφαιρικό αέρα και μετακινούνται έρποντας: Aπό τα ερπετά που υπάρχουν σήμερα πιο γνωστά είναι τα φίδια, οι σαύρες, οι κροκόδειλοι και οι χελώνες. Aπολιθωμένα ερπετά. || (ειδικότ.) ονομασία των φιδιών: Δηλητηριώδη ερπετά. 2. (μειωτ., υβρ.) για άνθρωπο ύπουλο ή κόλακα.
[λόγ. < αρχ. ἑρπετόν]
- ζο το [zó] Ο πληθ. ζα (χωρίς γεν., συνήθ. πληθ.) : (λαϊκότρ.) τα ζώα, ιδίως αυτά που ο άνθρωπος τα εκτρέφει ή τα χρησιμοποιεί στις εργασίες του. || (υβρ.) για πρόσωπο· ζώο2γ.
[μσν.(;) ζο < ζώο (με απλοπ. των δύο όμ. φων. για αποφυγή της χασμ.) < αρχ. ζῷον]
- θρασίμι το [θrasími] Ο44 : (λαϊκότρ.) ψόφιο ζώο· ψοφίμι. || (υβρ. για πρόσ.) ανίκανος, τεμπέλης και άχρηστος άνθρωπος.
[μσν.(;) *θηρασίμιον με συγκ. του άτ. [i] < υποκορ. του αρχ. ουσιαστικοπ. επιθ. θηράσιμ(ος) `που μπορεί να κυνηγηθεί΄ -ιον]
- κανάγιας ο [kanájas] Ο3 πληθ. κανάγηδες : (υβρ.) παλιάνθρωπος, αχρεί ος.
[βεν. canagia -ς]
- καρα- [kara] & καρά- [kará], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά. 1. (μειωτ.) επιτείνει την αρνητική έννοια που μπορεί να έχει το β' συνθετικό: καράγυφτος, καράβλαχος. || (υβρ.) ~πουτάνα. 2. (παρωχ.) σε προσδιοριστικά σύνθετα δηλώνει ότι είναι μαύρο αυτό που υπάρχει ως β' συνθετικό: ~μπογιά.
[τουρκ. α' συνθ. kara- `μαύρος, μεγάλος, δυσάρεστος΄ (δες και καράς) ως α' συνθ.: karabiber `μαύρο πιπέρι΄, karabelâ `μεγάλος μπελάς΄, karahaber `μαντάτο για θάνατο΄]
- καραβόσκυλος ο [karavóskilos] Ο20 & καραβόσκυλο το [karavóskilo] Ο41 : (οικ.) 1. μεγαλόσωμο και άγριο σκυλί που ζει σε καράβια. 2. (μτφ., παρωχ.) ως χαρακτηρισμός: α. παλιού και έμπειρου ναυτικού· θαλασσόλυκος. β. (υβρ.) ανθρώπου ακοινώνητου· αγριάνθρωπος.
[καράβ(ι) -ο- + σκύλος, σκυλ(ί) -ο]
- καραπουτάνα η [karaputána] Ο25α : (λαϊκ., υβρ.) χαρακτηρισμός πολύ ανήθικης γυναίκας.
καραπουτανάρα η MΕΓΕΘ. [καρα- + πουτάνα· καραπουτάν(α) -άρα]
- κάργα η [kárγa] & κάργια η [kárja] Ο25α : 1. πουλί με μαύρο φτέρωμα και άγρια φωνή, που φωλιάζει σε ρωγμές βράχων ή σε ερείπια· καλιακούδα. 2. (μτφ., υβρ.) για γυναίκα άσκημη και κακιά: Φύγε από δω μωρή κάργια.
[μσν. κάργα < τουρκ. karga· μεταπλ. [ja] με βάση τον πληθ. κάργες και νέος εν. κάργια]
- καριόλης ο [karjólis] Ο11 θηλ. καριόλα [karjóla] Ο25α : (χυδ.) χαρακτηρισμός ανήθικου άντρα: Aυτόν τον καριόλη, αν τον ξαναβρώ μπροστά μου, θα τον κανονίσω. Είδες την καριόλα τι μου έκανε; || (υβρ.): Ρε καριόλη, τι πας να κάνεις;
[θηλ.: < καριόλα, η (δες λ.)· αρσ.: καριόλ(α) -ης (αναδρ. σχημ.)]