Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έμπαση η [émbasi] Ο33 & εμπασιά η [embas
á] Ο24 : (λαϊκότρ.) είσοδος, συνήθ. ως τοπικό σημείο· εμπατή1· (πρβ. έμπα, μπασιά). [ελνστ. ἔμβα(σις) (προφ. [mb] ) -ση· μσν. εμπασιά < εμπασία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ελνστ. ἔμβασ(ις) -ία > -ιά (διαφ. το αρχ. ἔμβασις `οπλή ζώου΄)]
- εμπατή η [embatí] Ο29 : (λαϊκότρ.) 1. είσοδος, συνήθ. ως τοπικό σημείο· έμπαση· (πρβ. έμπα, μπασιά): H ~ του σπιτιού / του παλατιού / του λιμανιού. 2α. καταπακτή στο δάπεδο οικήματος, η οποία οδηγεί σε υπόγειο χώρο. β. το υπόγειο που έχει για είσοδο τέτοια καταπακτή.
[μσν. ἐμβατή (προφ. [mb] ) ουσιαστικοπ. θηλ. του ελνστ. επιθ. ἐμβατός (προφ. [mb] ) (πρβ. ελνστ. ἐμβατή `μπανιέρα΄)]
- μπασιά η [basxá] Ο24 : (λαϊκότρ., λογοτ.) άνοιγμα από το οποίο μπαίνει κάποιος κάπου· είσοδος.
[μσν. εμπασιά, μπασία < εμπασία με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ελνστ. ἔμβασ(ις) (προφ. [mb] ) `χώρος εισόδου΄, αρχ. σημ.: `σημείο πατήματος΄ -ία]