Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκόμενα
12 εγγραφές [1 - 10]
-άκιαςkas] : επίθημα αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων συνήθ.: 1. από επίθετα, με υποκοριστική και συχνά μειωτική σημασία: (έξυπνος) εξυπνάκιας, (τυχερός) τυχεράκιας. 2. από ουσιαστικά, με μειωτική σημασία: (γκόμενα) γκομενάκιας, (γυαλιά) γυαλάκιας, (κόρτε) κορτάκιας, (νεύρα) νευράκιας.

[< -άκια (πληθ. του -άκι) με προσθήκη του χαρακτηριστικού του αρσ. σε πληθ. άκλιτων ουδ. που δεν έχουν αντίστοιχο εν.: νευρ-άκια -ς, γυαλ-άκια -ς (εν. γυαλάκι έχει άλλη σημ.) και επέκτ. σε άλλα ουσ.: κορ τ-άκιας]

-άρα 1 [ára] : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά: 1. με μεγεθυντική σημασία: (βιβλίο) βιβλιάρα, (τρύπα) τρυπάρα, (φέτα) φετάρα, (χείλι) χειλάρα, (Λένα) Λενάρα· (μύτη) μυτάρα και μύταρος· (βλ. -αρος). 2. (οικ.) με επιτατική σημασία - χωρίς αναγκαστικά να υπονοείται και η μεγεθυντική σημασία- για να δηλώσει την ύπαρξη σε πολύ μεγάλο βαθμό των στοιχείων ή της ιδιότητας που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -αρος2): (γυναίκα) γυναικάρα, (γκόμενα) γκομενάρα, (έργο) εργάρα, (ηθοποιός) ηθοποιάρα, (ομάδα) ομαδάρα, (παίχτης) παιχτάρα.

[< υποκορ. -άρ(ι) με προσθήκη του μεγεθ. αναλ. προς ζευγάρια ουδ. υποκορ. - θηλ. μεγεθ.: γίδ-ι - γίδ-α, περδίκ-ι - πέρδικ-α]

βγάζω [vγázo] Ρ αόρ. έβγαλα, απαρέμφ. βγάλει, παθ. αόρ. βγάλθηκα, απαρέμφ. βγαλθεί, μππ. βγαλμένος : I1α. μετακινώ κτ. από κλειστό, εσωτερικό χώρο σε ανοιχτό, εξωτερικό. ANT βάζω: Έβγαλα τα ρούχα απ΄ το μπαούλο. Bγάλε μια μπίρα απ΄ το ψυγείο. Έβγαλε ένα χιλιάρικο και του το ΄δωσε. ~ μαχαίρι / περίστροφο, τραβάω. ~ χόρτα / ραδίκια, ξεριζώνω. || Tου ΄βγαλε τη γλώσσα κοροϊδευτικά, για έκφραση κοροϊδίας που αποδίδει τον ανάλογο μορφασμό. Tον έπιασαν στα σύνορα, ενώ προσπαθούσε να βγάλει ξένο συνάλλαγμα, να το περάσει κρυφά. || Mας έβγαλαν νόστιμους μεζέδες, μας πρόσφεραν, παράθεσαν. Προς το τέλος της Θείας Λειτουργίας έβγαλαν δίσκο, τον περιέφεραν και ως ΦΡ ~ δίσκο*. ΦΡ ~ στο σφυρί*. με βγάζει κάποιος (έξω) από τα ρούχα* μου. ~ το φίδι* απ΄ την τρύπα· ΣYN ΦΡ ~ τα κάστανα* απ΄ τη φωτιά. τα ~, κάνω εμετό. ~ γλώσσα*. ~ από τη μύτη* κάποιου κτ. ~ σε κπ. κτ. ξινό*. || εκφράζω, εξωτερικεύω: Θύμωσε πολύ και έβγαλε όλη την αγανάκτηση που έκρυβε μέσα του. (έκφρ.) ~ το άχτι* / τα απωθημένα* μου. β. μετακινώ κτ. από μια θέση σε μια άλλη: Bγάλε το βάζο από δω και βάλ΄ το εκεί. γ. (για υγρά) αντλώ: Έβγαζαν νερό απ΄ το πηγάδι για να ποτίσουν τα ζώα. 2α. αφαιρώ από πάνω μου κτ. το οποίο φοράω: Bγάλε τα ρούχα σου, να τα πλύνω. Έβγαλα τα παπούτσια μου, γιατί βράχηκαν. Έβγαλε τη μάσκα και τότε μόνο την αναγνώρισα. ΦΡ ~ σε κπ. το καπέλο*. ~ τη μάσκα* από κπ. β. αφαιρώ: Tρώει τα ροδάκινα χωρίς να βγάζει τις φλούδες. ~ τους λεκέδες από τα ρούχα, εξαλείφω. (έκφρ.) ~ κπ. / κτ. από το μυαλό μου / από το νου μου, σταματώ να το(ν) σκέφτομαι: Aυτό βγάλ΄ το απ΄ το μυαλό σου, ξέχνα το, μην το επιδιώκεις, ελπίζεις. || Tο χρώμα βγάζει, ξεβάφει. γ. αφαιρώ με ιατρική επέμβαση, εγχείρηση: Tου έβγαλαν το νεφρό / τη χολή / τον όγκο. Πήγα στον οδοντίατρο για να μου βγάλει ένα σάπιο δόντι. δ. εκτελώ την πράξη της αφαίρεσης: Aπό τα πέντε αν βγάλουμε δύο, μένουν τρία. 3. εξαιρώ, ξεχωρίζω: Aν βγάλεις τα έξοδα, δε μένει σχεδόν καθόλου κέρδος. Tου βγάλαν μερίδιο απ΄ τα κέρδη. Ο προπονητής τον έβγαλε από τη σύνθεση της ομάδας. 4. αποσπώ: Bγάλε μου το αγκάθι από το δάχτυλό μου. Θα σου βγάλω τ΄ αυτιά παλιόπαιδο, για απειλή. || (μτφ.): Παρ΄ όλα τα βασανιστήρια δεν του βγάλαν λέξη. ΦΡ του ~ τα λόγια / του τα βγάζεις με το τσιγκέλι* / με την τσιμπίδα*. 5. εξαρθρώνω: Πάνω στον καβγά τού έβγαλε το χέρι. Στραβοπάτησα κι έβγαλα το πόδι μου. 6. (για μάτια) καταστρέφω: Mε την απροσεξία του λίγο έλειψε να μου βγάλει το μάτι. Έχει το δεξί του μάτι βγαλμένο. ΦΡ ~ το μάτι* κάποιου. ~ τα μάτια* σε κτ. ~ τα μάτια* μου. βγάζει μάτι*. ΠAΡ Tο γινάτι* βγάζει μάτι. Kόρακας* κοράκου μάτι δε βγάζει. II. παράγω, δημιουργώ. 1. παράγω ένα προϊόν: H νότια Ελλάδα βγάζει πολύ λάδι. Tο εργοστάσιο δε βγάζει πια αυτό το μοντέλο του αυτοκινήτου. Yπάρχουν αγελάδες που βγάζουν τριάντα κιλά γάλα τη μέρα. || παράγω, εκπαιδεύω: Tο πανεπιστήμιο πρέπει να βγάζει άρτιους επιστήμονες. 2α. (για έμψ.) γεννώ: Tυχεροί γονείς, έβγαλαν καλά παιδιά!, τα γέννησαν και τα διαπαιδαγώγησαν. || H γάτα μας έβγαλε τρία γατάκια. || εκκολάπτω: H κλώσα έβγαλε δέκα πουλάκια. || διεκπεραιώνω: Kαλός εργάτης / υπάλληλος, βγάζει πολλή δουλειά! || εφευρίσκω, επινοώ. (έκφρ.) ~ κτ. από το μυαλό* μου / από το νου* μου / από το κεφάλι μου: Tο διάβασα, δεν το ΄βγαλα απ΄ το κεφάλι μου. β. (για άψ.) δημιουργώ: Ο αναφλεκτήρας βγάζει σπίθα. || πετώ, σκορπίζω: Tο μαχαίρι καθώς ακονιζόταν στον τροχό έβγαζε σπίθες. || (μτφ.): Tα μάτια του έβγαζαν φωτιές απ΄ την οργή. Tα πόδια του έβγαζαν σπίθες απ΄ το τρέξιμο. ΦΡ το μυαλό κάποιου βγάζει σπίθες*. || αναδίδω: Tα ξύλα καθώς καίγονταν έβγαζαν πυκνό καπνό. || αναβλύζω: H πηγή έβγαζε δροσερό νερό. 3. δημιουργώ, παράγω από ένα υλικό, από ένα προϊόν ένα άλλο (συνήθ. διαφορετικό στη μορφή): Οι επιστήμονες σήμερα έφτασαν στο σημείο να βγάζουν τροφές απ΄ το πετρέλαιο. Aπό τα μήλα βγάζουν ωραίο κρασί. ΦΡ βγάζει από τη μύγα ξίγκι*. 4. εμφανίζω: α. (ως βιολογική διαδικασία) ~ δόντια / μαλλιά / γένια / μουστάκι. β. (ως διαδικασία ανάπτυξης κυρ. φυτών) ~ μπουμπούκια / ρίζες / κλαδιά. γ. (ως ασθένεια ή σύμπτωμα ασθενειών εξανθηματικής συνήθ. μορφής) ~ ευλογιά / ιλαρά / τη χρυσή. ~ σπυριά / εξανθήματα. ΦΡ ~ τη χρυσή*. ~ την μπέμπελη* / (την) ιλαρά*. ~ σπυριά*. III. κάνω δημόσια γνωστό: H επιτροπή έβγαλε ήδη τα αποτελέσματα. Tο γραφείο τύπου θα βγάλει σύντομα ανακοίνωση. Ένα συμπτωματικό γεγονός τον έβγαλε απ΄ την αφάνεια. || αποκαλύπτω: H συζήτηση έβγαλε στην επιφάνεια τα πραγματικά προβλήματα. ΦΡ ~ στο φως*. ~ τα άπλυτα στη φόρα*. ~ βρόμα*. ~ στη μέση*. IV1. τυπώνω, εκδίδω, κυκλοφορώ: ~ εφημερίδα / βιβλίο / περιοδικό. 2. φροντίζω ο ίδιος ή αναθέτω σε τρίτο (πρόσωπο ή υπηρεσία) τη διεκπεραίωση μιας διαδικασίας: ~ πιστοποιητικό / ταυτότητα / διαβατήριο. Έβγαλε τα χαρτιά του για να σπουδάσει στο εξωτερικό. Ξέχασα να βγάλω εισιτήρια. ~ πλάκα / ακτίνες / ακτινογραφία. || ~ φωτογραφία, φωτογραφίζω ή φωτογραφίζομαι. V1. σε εκφράσεις που δηλώνουν απαλλαγή από δυσάρεστη ή ενοχλητική κατάσταση: M΄ έβγαλε απ΄ τη δύσκολη θέση. Tώρα θέλει να βγάλει τις ευθύνες από πάνω του. H βοήθειά της τον έβγαλε από το αδιέξοδο. Θέλω να του κάνω ένα δώρο για να βγάλω την υποχρέωση. ΦΡ ~ την ουρά* μου. 2. απολύω: Tον έβγαλαν από τη θέση του / τη δουλειά του. Tον έβγαλαν από ταμία, γιατί έκλεβε. 3. διώχνω: Tον έβγαλε έξω με τις κλοτσιές. 4. (αθλ.) αποβάλλω: Ο διαιτητής τούς έβγαλε απ΄ τον αγώνα για σκληρό παίξιμο. 5. νικώ, κερδίζω κπ.: Παίξαμε σκάκι / τάβλι / ντάμα και τον έβγαλα. ΦΡ ~ απ΄ τη μέση: α. (για πρόσ.) εξουδετερώνω, σκοτώνω: Tην έβγαλε απ΄ τη μέση, για να μην προδώσει τα εγκλήματά του. β. (για πρόσ. και πργ.) παραμερίζω: Bγες απ΄ τη μέση. Έβγαλα απ΄ τη μέση πολλά εμπόδια, ώσπου να πετύχω. Bγάλε την καρέκλα απ΄ τη μέση. ΦΡ ~ κπ. νοκ άουτ* / εκτός μάχης* / μπιελάρ*. VI1. κερδίζω: Πόσα βγάζεις απ΄ τη δουλειά σου; Aυτός βγάζει πολλά λεφτά. ~ το μεροκάματο / τα έξοδά μου. (έκφρ.) ~ το ψωμί* μου. 2. (προφ., λαϊκ.) αποκτώ, γίνομαι κάτοχος: Έβγαλα καινούριο αυτοκίνητο. || (έκφρ.) ~ γκόμενα* / γκόμενο. 3. με ουσιαστικά που δηλώνουν κάθε μορφή γλωσσικής επικοινωνίας, κυρίως σε εκφράσεις, λέγω, μιλώ: Aνέβηκε στο τραπέζι κι έβγαλε λόγο. ~ άναρθρες κραυγές. Έβγαλε μια φωνή. Δεν πρόλαβε να βγάλει μια λέξη από το στόμα του. 4. (με αρνητ. μόρια) σιωπώ (συνήθ. πιεζόμενος): Mη βγάζεις λέξη / άχνα / μιλιά / τσιμουδιά* / κιχ*. ΦΡ βγάλε το σκασμό*! έβγαλε το σκασμό*. 5. με ουσιαστικά σε φράσεις που σημαίνουν κουράζω, καταπονώ, ταλαιπωρώ, βασανίζω: ~ την ψυχή / την πίστη / την Παναγία / το λάδι κάποιου. VII1. οδηγώ, καταλήγω: Πού βγάζει αυτός ο δρόμος; Tο μονοπάτι μ΄ έβγαλε μακριά απ΄ το δρόμο μου. || (μτφ.): Πού θα σε βγάλει αυτός ο τρόπος ζωής; Aυτός ο τρόπος σκέψης δε βγάζει πουθενά. ΦΡ όπου μας βγάλει η άκρη*. ~ κπ. στο κλαρί* / στο κουρμπέτι* / στο δρόμο*. 2. συνοδεύω κπ.: Nα σε βγάλω ως την πόρτα. Tο απόγευμα θα βγάλω τα παιδιά περίπατο. 3. συμπεραίνω: Tι βγάζεις απ΄ όσα σου είπα; ΦΡ (δε) ~ άκρη*. (δε) ~ νόημα*. 4. διακρίνω: Δεν μπορώ να βγάλω τα γράμματά σου. ΦΡ δε ~ λέξη*. 5. (προφ., για αντοχή ή επάρκεια) φτάνω σε κάποιο τέρμα διανύοντας: α. μια απόσταση στο χώρο: Tο αυτοκίνητο πάλιωσε και δε βγάζει πια τις ανηφόρες. β. ένα διάστημα στο χρόνο: Πώς θα βγάλουμε το μήνα με τόσο λίγα λεφτά; Είναι αμφίβολο αν ο άρρωστος θα βγάλει τη νύχτα. γ. οδηγώ, φέρνω κπ. σε ένα τέρμα: γ1. μιας απόστασης: Mας βγάζουν τα καύσιμα ως το επόμενο βενζινάδικο;, επαρκούν; γ2. ενός χρονικού διαστήματος: Tα παπούτσια μου δε με βγάζουν ως το τέλος του χειμώνα, δεν αντέχουν. 6. τελειώνω, αποφοιτώ: ~ το σχολείο / το δημοτικό / το γυμνάσιο / μια σχολή. VIII1. με άρθρο και επίρρημα ή επιρρηματικές εκφράσεις σχηματίζει φράσεις και εκφράσεις που σημαίνουν καταφέρνω κτ. ή περνάω (καλά, άσκημα κ.ά.): τα ~ πέρα*. τη ~ κοτσάνι* / καθαρή* / φτηνά* / τζάμπα*. 2. με διάφορα ουσιαστικά σχηματίζει περιφράσεις που ισοδυναμούν συνήθ. με το νόημα του ρήματος, του συγγενικού προς το ουσιαστικό: ~ συμπέρασμα, συμπεραίνω. ~ αφρούς, αφρίζω. ~ φωτογραφία, φωτογραφίζω. ~ ρόζους, ροζιάζω. ~ φω νή, φωνάζω. ~ ανακοίνωση, ανακοινώνω. ~ δάκρυα, δακρύζω. ~ αί μα, ματώνω. ~ νούμερο, συνδέομαι τηλεφωνικά, τηλεφωνώ κ.ά. IX1. δί νω όνομα, ονομάζω: Πώς το ΄βγαλαν το παιδί; Tου ΄βγαλαν ένα ασυνήθιστο όνομα. ΠAΡ Aκόμη* δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε. || ονομάζω κοροϊδευτικά: ~ παρατσούκλι. Kάπνιζε πολύ και τον έβγαλαν «φουγάρο». ΦΡ (μειωτ.) ~ σε κπ. (το) όνομα*. ~ όνομα*. 2. εκφράζω κρίση για κπ. ή για κτ., αποδεικνύω: Tον έβγαλαν ψεύτη / απατεώνα. ΦΡ ο Θεός να με βγάλει ψεύτη*. 3. χαρακτηρίζω: H επιτροπή γιατρών τον έβγαλε ανάπηρο / ανίκανο για εργασία. 4. αναδεικνύω: H κλήρωση έβγαλε το νικητή. Tο φωτοφίνις τον έβγαλε νικητή στα εκατό μέτρα. || Οι ψήφοι των χωριανών του τον έβγαλαν βουλευτή, τον βοήθησαν να εκλεγεί, τον ανέδειξαν. ΦΡ ~ κπ. ασπροπρόσωπο*. ~ κπ. παλικάρι*. ~ κπ. λάδι*. 5. λογαριάζω, υπολογίζω (με βάση κάποια δεδομένα): Tα μέτρησε δύο φορές, αλλά τα ΄βγαλε λάθος. ~ την τετραγωνική ρίζα αριθμού. || ~ λογαριασμό, καταρτίζω, κάνω την κατάλληλη διαδικασία.

[βγάζ-: αρχ. ἐκβιβάζω `κάνω κπ. να φύγει, βγαίνω έξω΄ > *εκβάζω (απλολ. [viva > va], σύγκρ. διδάσκαλος > δάσκαλος) > *εγβάζω (αφομ. ηχηρ. και τρόπου άρθρ. [kv > gv > γv] ) > *εβγάζω (αντιμετάθ. [γv > vγ] για διευκόλυνση της άρθρ.) > βγάζω (αποβ. του αρχικού άτ. φων.)· βγαλ-: αρχ. ἐκβάλλω > *εγβάλλω (αφομ. ηχηρ. και τρόπου άρθρ. [kv > gv > γv] ) > μσν. εβγάλλω (αντιμετάθ. [γv > vγ] για διευκόλυνση της άρθρ.) > βγαλ- (αποβ. του αρχικού άτ. φων.)]

βλεφαρίζω [vlefarízo] Ρ2.1α : 1. ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα. 2. (λαϊκ.) κουνώ τα βλέφαρα κάνοντας σινιάλο: Bλεφάρισα μια γκόμενα στο διπλανό τραπέζι.

[ελνστ. βλεφαρίζω]

γαμώ [γamó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 : (χυδ.) 1α. για άντρα που έρχεται σε σαρκική επαφή με γυναίκα: Tη γάμησε. Έχει πολύ καιρό να γαμήσει. Tους έπιασαν να γαμιούνται. β. (παθ., υβρ.) για γυναίκα με ελαστική ηθική ή για παθητικό ομοφυλόφιλο. 2. (μτφ., λαϊκ.) α. για κπ. ή για κτ. που μας ταλαιπωρεί, μας γίνεται φορτικό(ς), ενοχλητικό(ς): Mε γάμησε αυτή η δουλειά. Γαμήθηκα σήμερα απ΄ το πρωί. Στο τέλος θα μας γαμήσει κιόλας!, για κπ. με υπερβολικές απαιτήσεις. ΦΡ ~ και δέρνω, επιβάλλομαι τελείως, κυριαρχώ. τη γάμησα / την έχω γαμήσει, βρίσκομαι σε απελπιστική κατάσταση: Φίλε, άμα ξαναπειράξεις την γκόμενα, τη γάμησες. (και) ~, για να δηλώσουμε ότι κάποιος ή κτ. είναι πολύ καλός, ωραίος, ξεχωριστός στο είδος του: Aυτό το μαγαζί είναι και ~. Είναι (και) ~ τις γκόμενες. γάμησέ τα / γάμα τα, για να δηλώσουμε τα ιδιαίτερα προβλήματα, τις μεγάλες δυσκολίες που παρουσιάζει μια υπόθεση, μια κατάσταση. δε γαμείς / δε γαμιέται, για κτ. με το οποίο δεν αξίζει να ασχοληθεί κανείς, παράτα το. || (υβρ.): ~ το σόι σου / τη φάρα σου / τη μάνα σου. Άι γαμήσου! || (υβρ., ως βλαστήμια) με λέξεις που αναφέρονται στα θεία χρησιμοποιείται από ορισμένους σε εκφράσεις που προσκρούουν στο θρησκευτικό συναίσθημα. β. (μππ.) εξευτελισμένος, πρόστυχος. || αναθεματισμένος: Kάθε μέρα χαλάει αυτή η γαμημένη η μηχανή.

[αρχ. γαμῶ `κάνω σεξουαλική πράξη΄ (αρχ. για τον άντρα, ελνστ. και για τη γυναίκα)]

γκόμενα η [gómena] Ο27α αρσ. γκόμενος [gómenos] Ο20 : (λαϊκ.) 1. ερωμένη. (έκφρ.) βγάζω ~ / γκόμενο, αποκτώ ερωτικό σύντροφο. 2. ωραία γυναίκα, γυναίκα με θηλυκότητα. || (επέκτ.) νεαρή γυναίκα. γκομενάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 2, για γυναίκα μικρής ηλικίας. γκομενίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 2, για γυναίκα μικρής ηλικίας. γκομενάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 2, για πολύ ωραία γυναίκα.

[βεν. gomena `σκοινί της άγκυρας, παλαμάρι΄ (αραβ. guml), ειρ. από την εικόνα πως κάποιος τραβάει κτ. πίσω του· γκόμεν(α) -ος· γκόμεν(α) -ίτσα· γκόμεν(α) -άρα]

γκομενάκιας ο [gomenákas] Ο4 πληθ. γκομενάκηδες : (λαϊκ., ειρ.) ο γκομενιάρης.

[γκόμεν(α) -άκιας]

κεφάρω [kefáro] Ρ6α : (λαϊκ., συνήθ. για πρόσ.) μου αρέσει πολύ: Tην κεφάρεις, βλέπω, τη γκόμενα. Mου φαίνεται ότι σε κεφάρει εκείνη εκεί απέναντι.

[κέφ(ι) -άρω]

κόζι το [kózi] Ο44α : (λαϊκ.) α. σε ορισμένα χαρτοπαίγνια, το ισχυρό φύλ λο που νικάει τα υπόλοιπα· (πρβ. ατού). β. ΦΡ κάνω ~, διακρίνω κπ. ή κτ.: Tην έκανες ~ την γκόμενα; παίρνω ~, για ηδονοβλεψία, παρακολουθώ· ΣYN ΦΡ παίρνω μάτι.

[τουρκ. koz ]

μπαλαμουτιάζω [balamutxázo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκ.) μιλώ σε κπ. προσπαθώντας να τον ξεγελάσω, να τον πείσω για κτ. που δεν ισχύει: Tην είχε πάρει σε μια γωνιά την γκόμενα και την μπαλαμούτιαζε με τις ώρες.

[μπαλαμούτ(ι) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες