Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
37 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαγιγνώσκω [δiajiγnósko] -ομαι Ρ (συνήθ. στο αορ. θ.) αόρ. διέγνωσα, απαρέμφ. διαγνώσει, παθ. αόρ. διαγνώσθηκα, απαρέμφ. διαγνωσθεί : (λόγ.) 1. προσδιορίζω κτ. (συνήθ. ασθένεια) με βάση ορισμένες ενδείξεις ή συμπτώματα, κάνω διάγνωση: Ο γιατρός διέγνωσε ότι ο ασθενής πάσχει από καρδιακή ανεπάρκεια. Οι σπάνιες ασθένειες είναι δύσκολο να διαγνωσθούν. 2. (γενικότ.) συμπεραίνω, διακρίνω κτ. με βάση ορισμένες ενδείξεις: Διέγνωσα έγκαιρα τις πραγματικές του προθέσεις.
[λόγ. < ελνστ. διαγιγνώσκω, αρχ. σημ.: `διακρίνω΄]
- διαμαρτία η [δiamartía] Ο25 : (ιατρ.) ανωμαλία στη σωματική διάπλαση ή λειτουργική ανεπάρκεια που εμφανίζεται στο έμβρυο κατά τη διάρκεια της κύησης.
[λόγ. < αρχ. διαμαρτία `σφαλερός υπολογισμός, σοβαρό λάθος΄]
- διανοητικός -ή -ό [δianoitikós] Ε1 : 1. νοητικός: Διανοητική προσπάθεια / ικανότητα / ανεπάρκεια / κατάπτωση / καθυστέρηση. Διανοητικές λειτουργίες. Διανοητικό παιχνίδι. || (ψυχ.) Διανοητική ηλικία. 2. που έχει σχέση με τη διανόηση.
διανοητικά & (λόγ.) διανοητικώς ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Άνθρωπος ~ ανάπηρος / καθυστερημένος. [λόγ. < αρχ. διανοητικός· λόγ. < ελνστ. διανοητικῶς]
- έιτζ το [éidz] Ο (άκλ.) : σοβαρότατη ασθένεια που συνίσταται στην πλήρη εξασθένηση της ανοσοποιητικής άμυνας του οργανισμού· σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας: Φορέας του ~. Iός του ~.
[αγγλ. αρκτικόλ. A(cquired) I(mmune) D(eficiency) S(yndrome)]
- έλλειψη 2 η : 1.το να μην υπάρχει, καθ΄ ολοκληρία ή εν μέρει, κτ. το αναγκαίο: Παντελής / μερική ~. α. (για πργ.): ~ οικονομικών πόρων. ~ χρημάτων / τροφίμων / φαρμάκων. H τεχνητή ~ πετρελαίου προκαλεί αύξηση της τιμής του. β. ανεπάρκεια, απουσία προσόντων: ~ πείρας / γνώσεων. ~ αγωγής / ανατροφής / μόρφωσης / ικανοτήτων / θάρρους. γ. (συνήθ. πληθ.) ό,τι δεν υπάρχει, δεν έχει γίνει ή δεν έχει αποκτηθεί: Προσπάθησε να συμπληρώσει τις ελλείψεις του στα μαθηματικά, όσα δεν έμαθε. Tο σπίτι έχει ακόμα κάποιες ελλείψεις, έχει ακόμα κατασκευαστικές και άλλες ατέλειες. || ελλείψει* επίρρ. 2. (γραμμ.) η παράλειψη, στο λόγο, ορισμένων συστατικών στοιχείων μιας πρότασης, τα οποία εννοούνται εύκολα από τα συμφραζόμενα. ANT πλεονασμός, επανάληψη: H ~ είναι βασικό δομικό χαρακτηριστικό του προφορικού λόγου και ιδιαίτερα του διαλόγου. Ο γενικός όρος «σχήμα έλλειψης» καλύπτει τη βραχυλογία, το σχήμα εξ αναλόγου ή εξ αντιθέτου και το ζεύγμα.
[λόγ.: 1: αρχ. ἔλλειψις (-σις > -ση) `το λιγότερο απ΄ το κανονικό, ανεπάρκεια΄ & σημδ. γαλλ. manque· 2: ελνστ. σημ.]
- ένδεια η [énδia] Ο27 : (λόγ.) 1. η μη ύπαρξη, η απουσία πραγμάτων που είναι αναγκαία (παντελώς ή σε επαρκή ποσότητα)· έλλειψη ή ανεπάρκεια: Παντελής / πλήρης ~. ~ χρημάτων / οικονομικών πόρων. || (μτφ.): ~ επιχειρημάτων. ~ νέων προτάσεων. Πνευματική ~. 2. φτώχεια, ανέχεια: Bρίσκεται σε έσχατη ~, δεν έχει τα προς το ζην, είναι πάμφτωχος.
[λόγ. < αρχ. ἔνδεια]
- ενζυμικός -ή -ό [enzimikós] Ε1 : (βιοχημ.) που ανήκει ή αναφέρεται στα ένζυμα: Ενζυμική δράση / λειτουργία. Ενζυμικές αντιδράσεις. Ενζυμική ανεπάρκεια. ~ μεταβολισμός.
[λόγ. < αγγλ. enzymic < μσν. ένζυμ(ος) -ic = -ικός]
- επάρκεια η [epárkia] Ο27 : ANT ανεπάρκεια. α. ύπαρξη της αναγκαίας ποσότητας από κτ.: ~ τροφίμων / νερού / πυρομαχικών. Στην αγορά εξασφαλίστηκε ~ κρεάτων ενόψει του Πάσχα. β. (για πρόσ.) ύπαρξη των αναγκαίων δυνατοτήτων ή ικανοτήτων για κτ.: Aμφισβητείται η επάρκειά του για τα καθήκοντα του διευθυντή. || τα τυπικά ή νόμιμα προσόντα που χρειάζονται σε ένα ορισμένο επάγγελμα: Zητείται καθηγητής με ~ για να διδάξει σε φροντιστήριο.
[λόγ. < ελνστ. ἐπάρκεια `βοήθεια΄ σημδ. γαλλ. suffisance]
- επίκτητος -η -ο [epíktitos] Ε5 : που δημιουργείται στα έμβια όντα κατά τη διάρκεια της ζωής τους, που δεν είναι έμφυτος ή κληρονομικός: Επίκτητα χαρακτηριστικά. Επίκτητες ιδιότητες. Aναπάντητο παραμένει το ερώτημα αν το θρησκευτικό συναίσθημα είναι έμφυτο ή επίκτητο. Επίκτητες ασθένειες. ANT κληρονομικές. Σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής* ανεπάρκειας.
[λόγ. < αρχ. ἐπίκτητος `προσθεμένος στην κληρονομική περιουσία΄ σημδ. γαλλ. acquis]
- ημιμάθεια η [imimáθia] Ο27 : η ιδιότητα του ημιμαθούς· η ανεπάρκεια των γνώσεων που έχει κάποιος, κυρίως στον τομέα που διατείνεται ότι κατέχει: H ~ είναι χειρότερη από την αμάθεια.
[λόγ. ημιμαθ(ής) -εια κατά το πολυμάθεια]