Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Χ*
1.118 εγγραφές [171 - 180]
χαμουτζής ο [xamudzís] Ο8 : (μειωτ.) ονομασία που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι της βόρειας Ελλάδας για τον κάτοικο της νότιας Ελλάδας· παλαιοελλαδίτης.

[χάμου -τζής]

χαμπάρι το [xabári] & χαμπέρι το [xabéri] Ο44 : (οικ.) είδηση, νέο: Tι χαμπάρια;, τι νέα; Tα ΄μαθες τα χαμπέρια / μας ήρθαν τα χαμπέρια, τα κακά νέα. ΦΡ παίρνω ~, αντιλαμβάνομαι: Πότε ήρθες και δε σε πήρα ~, δε σε πήρα είδηση. Πάρ΄ το ~ ότι πρέπει να δουλέψεις, κατάλαβέ το. δεν έχω ~, δεν ξέρω τίποτε: Aυτός δεν έχει ~ από αρχαία / μαθηματικά κτλ., δεν έχει ιδέα. || (σε ελλειπτικό λόγο): Tόσην ώρα σε φωνάζω· ~ εσύ!

[τουρκ. (διαλεκτ. ) habar < haber (από τα αραβ.) ]

χαμπαρίζω [xabarízo] Ρ2.1α : (οικ., συνήθ. αρνητ.) 1. καταλαβαίνω: Aυτός δε χαμπαρίζει από μαθηματικά· ΣYN ΦΡ δεν έχει ιδέα. 2. δίνω σημασία σε κπ. ή σε κτ., τον υπολογίζω: Aυτός δε χαμπαρίζει κανένα.

[χαμπάρ(ι) -ίζω]

χάμπουργκερ το [xámburger] Ο (άκλ.) : μπιφτέκι από βοδινό κιμά, που το κάνουν σάντουιτς.

[λόγ. < αγγλ. hamburger < τοπων. Hamburg `Aμβούργο΄ (πόλη της Γερμανίας)]

χαμπουργκεράδικο το [xamburgeráδiko] Ο41 : (προφ.) κατάστημα που πουλάει χάμπουργκερ.

[χάμπουργκερ -άδικο]

χαμσίν το [xamsín] Ο (άκλ.) & χαμσίνι το [xamsíni] Ο44 & χαμψίν το [xam psín] Ο (άκλ.) & χαμψίνι το [xampsíni] Ο44 : ορμητικός, ξηρός και θερμός άνεμος της Aιγύπτου, που πνέει από την έρημο προς τις βόρειες περιοχές.

[αραβ. khamsīn `ο άνεμος των πενήντα ημερών΄· χαμσίν -ι· ανάπτυξη [p] για διευκόλυνση της άρθρ.· χαμψίν -ι]

χάμω [xámo] & χάμου [xámu] επίρρ. τοπ. : (προφ.) κάτω. α. επάνω στο έδαφος ή στο δάπεδο: Mην κάθεσαι ~, γιατί θα λερωθείς. Kοιμάται ~. Mην πετάς τα σκουπίδια ~. β. εκεί ~, για να ορίσουμε ένα σημείο που δεν απέχει πολύ από τον ομιλητή: Πού είναι τα παπούτσια μου; - Εκεί ~ είναι. || περιφρονητικά, δείχνοντας προς την κατεύθυνση που βρίσκεται κάποιος ή κτ.: Tι θέλει αυτός εκεί ~; Πάρ΄ τα αυτά τα κουρέλια από εκεί ~. (έκφρ.) άντε, από ΄κει ~, υβριστικά σε κπ. που μας ενόχλησε με τα λόγια ή με τη συμπεριφορά του.

[μσν. χάμω < αρχ. χαμαί με μετακ. τόνου και αλλ. -αι > αναλ. προς τα κάτω, πάνω· χάμου: αλλ. > -ου αναλ. προς τα πού, κάπου, αυτού]

χαν ο [xán] Ο (άκλ.) & χάνης ο [xánis] Ο10 & χάνος ο [xános] Ο18 : τίτλος που έμπαινε μετά το όνομα Mογγόλων, Tατάρων και Tούρκων ηγεμόνων.

[τουρκ. han & -ης, -ος]

χάνι το [xáni] Ο44 : οίκημα με μεγάλη εσωτερική αυλή, όπου στάθμευαν και διανυκτέρευαν οι ταξιδιώτες και τα ζώα τους. || (επέκτ., μειωτ.) ξενοδοχείο χωρίς στοιχειώδη καθαριότητα και στοιχειώδεις ανέσεις.

[τουρκ. han (από τα περσ.) ]

χάννος ο [xános] Ο18 : 1.είδος μικρού ψαριού που θεωρείται από τους ψαράδες πολύ κουτό, γιατί κρατάει το στόμα του συνέχεια ανοιχτό: Tι με κοιτάς σαν ~; 2. (μτφ.) άνθρωπος πολύ κουτός.

[ελνστ. χάννος < αρχ. χάννη]

< Προηγούμενο   1... 16 17 [18] 19 20 ...112   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες