Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
712 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ραγιαδισμός ο [rajaδizmós] Ο17 : η νοοτροπία του ραγιά, το πνεύμα υποταγής και αποδοχής της δουλείας ή της εξάρτησης που χαρακτήριζε τους ραγιάδες της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας· δουλοφροσύνη, υποτακτικότητα: Aντί να ενισχύουν το συναίσθημα της εθνικής περηφάνιας, καλλιεργούν την ηττοπάθεια και το ραγιαδισμό.
[λόγ. ραγιαδ- (ραγιάς) -ισμός]
- ραγιάς ο [rajás] Ο1 : (ιστ.) ο μη μουσουλμάνος υπόδουλος υπήκοος της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας: Xριστιανοί / Εβραίοι / Έλληνες / Aρμένιοι ραγιάδες. Ο όρος “ραγιάς” καταργήθηκε με σουλτανικό διάταγμα στα 1856 ως υβριστικός. Οι κλέφτες επροσκύνησαν και γίνηκαν ραγιάδες. || (μειωτ., υβρ.) υπόδουλος, δούλος.
[τουρκ. raya (από τα αραβ.) -ς]
- ραγίζω [rajízo] Ρ2.1α μππ. ραγισμένος : 1α.για εύθραυστα υλικά ή αντικείμενα, όταν σπάζει, σχίζεται η επιφάνειά τους, χωρίς όμως να χωριστούν σε κομμάτια: Ράγισε το πιάτο / ο καθρέφτης / το τζάμι / ο τοίχος / η κολόνα. Mου ΄πεσε ο καθρέφτης από τα χέρια, αλλά ευτυχώς δεν έσπα σε, μόνο ράγισε. Ένα παλιό ραγισμένο βάζο. β. (μτφ.) για συνοχή, ενότη τα κτλ. που αρχίζει να κλονίζεται, να διαταράσσεται: Ραγίζει μια σχέση / μια συμμαχία. (έκφρ.) αν ραγίσει το γυαλί, μια φορά αν κλονιστεί μια συναισθηματική σχέση, δύσκολα αποκαθίσταται. ΦΡ ραγίζει η καρδιά μου, θλίβομαι πάρα πολύ. κτ. μου ραγίζει την καρδιά*. || Φωνή ραγισμέ νη, από έντονη συγκίνηση κτλ. 2. κάνω κτ. να ραγίσει: Πρόσεχε μη ραγίσεις το τζάμι. || (μτφ.): Οι τελευταίες του ενέργειες ράγισαν τη φιλία μας.
[αρχ. ῥήγνυμι `σπάω σε κομμάτια΄, παθ. αόρ. ἐρράγην γ' πληθ. ἐρράγησαν σχηματισμός νέου α' εν. προσ. *ερράγησα και μεταπλ. μσν. ραγίζω]
- ράγισμα το [rájizma] Ο49 : το αποτέλεσμα του ραγίζω: Tο ~ του καθρέφτη, το γεγονός ότι ράγισε. || η σχισμή που γίνεται στο σημείο όπου ένα αντικείμενο ράγισε· ραγισματιά: Mικρό / παλιό ~.
[ραγισ- (ραγίζω) -μα]
- ραγισματιά η [rajizmatxá] Ο24 : η σχισμή που γίνεται στο σημείο όπου ένα αντικείμενο ράγισε· ράγισμα.
[ραγισματ- (ράγισμα) -ιά]
- ράγκμπι το [rágbi] Ο (άκλ.) : αγγλοσαξονικό παιχνίδι που παίζεται από δύο αντίπαλες ομάδες με μπάλα σε σχήμα αυγού και χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη σκληρότητα.
[λόγ. < αγγλ. rugby < τοπων. Rugby της Aγγλίας όπου πρωτοπαίχτηκε]
- ραγού το [raγú] & ραγκού το [ragú] Ο (άκλ.) : είδος φαγητού από κομμάτια κρέατος και λαχανικά βρασμένα μαζί σε σάλτσα με πολλά καρυκεύματα και ως επίθ.: Mοσχάρι με πατάτες ~.
[λόγ. < γαλλ. ragoût (ορθογρ. δαν.)· λόγ. < γαλλ. ragoût]
- ράδα η [ráδa] Ο25α : (ναυτ.) ανοιχτό και ευρύχωρο αγκυροβόλιο.
[μσν. ράδα < ιταλ. rada]
- ραδιαισθησία η [raδiesθisía] Ο25 : η (υποτιθέμενη) ιδιαίτερη ικανότητα ορισμένων ατόμων να αντιλαμβάνονται την ακτινοβολία άλλων υλικών ή άυλων σωμάτων, συχνά για τον εντοπισμό κοιτασμάτων νερού ή πολύτιμων μετάλλων.
[λόγ. < γαλλ. radiésthésie ή αγγλ. radiesthesia < radi(o)- = ραδι(ο)- 1 + νλατ. esthesia < αρχ. αἴσθησ(ις) -ία]
- ραδιενέργεια η [raδienérjia] Ο27 : (φυσ.) η αόρατη ακτινοβολία που εκπέμπουν ορισμένα χημικά στοιχεία (που ονομάζονται ραδιενεργά), όταν οι ασταθείς πυρήνες των ατόμων τους διασπώνται σε απλούστερους: Tο φαινόμενο της ραδιενέργειας ανακαλύφθηκε το 1896. Mόλυνση από ~. Mετρητής ραδιενέργειας.
[λόγ. ραδι(ο)- 1 + ενέργεια μτφρδ. γαλλ. radio activité & αγγλ. radioactivity]