Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.203 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οδοδείκτης ο [oδoδíktis] Ο10 : το οδόσημο.
[λόγ. < μσν. οδοδείκτης `κάποιος που δείχνει το δρόμο΄ < οδο- + δείκτης]
- οδοιπορία η [oδiporía] Ο25 : η ενέργεια του οδοιπορώ: Έφτασε κατάκοπος από την ~.
[λόγ. < αρχ. ὁδοιπορία `περπάτημα΄]
- οδοιπορικός -ή -ό [oδiporikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται στην οδοιπορία ή στον οδοιπόρο: Οδοιπορικά έξοδα, η πρόσθετη αποζημίωση που πληρώνεται σε υπάλληλο ή στρατιωτικό ο οποίος ταξιδεύει για υπηρεσιακούς λόγους. || (γυμν.): Οδοιπορικό βήμα. 2. (ως ουσ.) α. το οδοιπορικό: α1. περιγραφή ταξιδιού με τη μορφή ξενάγησης: Στη σημερινή μας εκπομπή θα παρουσιάσουμε ένα οδοιπορικό στα Mετέωρα. α2. βιβλίο με ταξιδιωτικές εντυπώσεις. β. τα οδοιπορικά: β1. πρόσθετος χρόνος άδειας που δίνεται σε στρατιώτη ή υπάλληλο που θα ταξιδέψει μακριά από το μέρος όπου υπηρετεί: Δεκαήμερη κανονική άδεια για Ρόδο με τρεις μέρες οδοιπορικά. β2. τα οδοιπορικά έξοδα.
οδοιπορικώς ΕΠIΡΡ με αργό βήμα. [λόγ. < ελνστ. ὁδοιπορικός, ὁδοιπορικῶς]
- οδοιπόρος ο [oδipóros] Ο18 : αυτός που οδοιπορεί: Οι οδοιπόροι της ειρήνης, αυτοί που συμμετέχουν σε πορεία ειρήνης. (έκφρ.) ασθενής και ~, για να δηλώσουμε ότι οι άρρωστοι και οι ταξιδιώτες απαλλάσσονται από διάφορες υποχρεώσεις και ιδίως από εκείνη της νηστείας.
[λόγ. < αρχ. ὁδοιπόρος `ταξιδιώτης΄]
- οδοιπορώ [oδiporó] Ρ10.9α : περπατώ και διανύω σχετικά μεγάλη απόσταση.
[λόγ. < αρχ. ὁδοιπορῶ `περπατώ΄]
- οδοκαθαριστής ο [oδokaθaristís] Ο7 : αυτός, ιδίως δημοτικός υπάλληλος, που ασχολείται με το σκούπισμα των δρόμων· σκουπιδιάρης: Aπεργία οδοκαθαριστών.
[λόγ. οδο- + καθαριστής]
- οδομαχία η [oδomaxía] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : σύγκρουση προσώπων, συνήθ. ένοπλη, που γίνεται στους δρόμους της πόλης: Οι στασιαστές εξουδετερώθηκαν ύστερα από σκληρές οδομαχίες. Οδομαχίες μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας.
[λόγ. οδο- + -μαχία μτφρδ. γαλλ. combat des rues ή γερμ. Strassenkampf]
- οδοντάγρα η [oδondáγra] Ο25 : οδοντιατρικό εργαλείο, είδος τανάλιας, που χρησιμοποιείται για την εξαγωγή των χαλασμένων δοντιών.
[λόγ. < αρχ. ὀδοντάγρα]
- οδονταλγία η [οδondaljía] Ο25 : (λόγ.) ο πονόδοντος.
[λόγ. < ελνστ. ὀδονταλγία]
- οδοντιατρείο το [oδondiatrío] Ο39 : το ιατρείο του οδοντίατρου, ο χώρος όπου δέχεται και εξετάζει τους ασθενείς του.
[λόγ. οδοντ(ο)- + ιατρείον]