Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κούλουμα τα [kúluma] Ο (στην ονομ. και αιτ.) : (λαϊκότρ.) ο εορτασμός της Kαθαράς Δευτέρας, που γίνεται σύμφωνα με το έθιμο στο ύπαιθρο και συνοδεύεται από φαγοπότι, χορό, πέταγμα χαρταετού κτλ.: Πού θα κάνετε ~; || η ίδια η Kαθαρά Δευτέρα: Πότε έχουμε ~;
[πληθ. του κούλουμο < κούμουλο `σωρός΄ με αντιμετάθ. [m-l > l-m] < λατ. cumul(us) -ο (πρβ. διαλεκτ. κούμουλο, κουμούλι, κουλούμι `σωρός, ιδ. χώματος΄)]