Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ι*
568 εγγραφές [501 - 510]
ισχαιμία η [isxemía] Ο25 : (ιατρ.) αναστολή ή ελάττωση της κυκλοφορίας του αίματος σε ορισμένο μέρος ή όργανο του σώματος.

[λόγ. < γαλλ. ischémie < αρχ. ἴσχαιμ(ος) `που σταματάει το αίμα΄ -ie = -ία]

ισχαιμικός -ή -ό [isxemikós] Ε1 : (ιατρ.) που αναφέρεται στην ισχαιμία: Iσχαιμικό επεισόδιο.

[λόγ. < γαλλ. ischémique < ischém(ie) = ισχαιμ(ία) -ique = -ικός]

ισχιακός -ή -ό [isxiakós] Ε1 : (ανατ.) που βρίσκεται στα ισχία: Iσχιακό νεύρο / οστό / τρήμα.

[λόγ. < ελνστ. ἰσχιακός]

ισχιαλγία η [isxialjía] Ο25 : πόνος του ισχιακού νεύρου.

[λόγ. < γερμ. Ischialgie < αρχ. ἰσχι(άς) `πόνος των ισχίων΄ + -algie = -αλγία]

ισχίο το [isxío] Ο39 : (ανατ.) το γύρω από την άρθρωση των μηριαίων οστών μέρος του σώματος.

[λόγ. < αρχ. ἰσχίον]

ισχναίνω [isxnéno] & -ομαι Ρ7.2 : (λόγ.) κάνω κπ. ή κτ. ισχνό, λιπόσαρκο. || γίνομαι ισχνός.

[λόγ. < αρχ. ἰσχναίνω]

ισχνός -ή -ό [isxnós] Ε1 : 1. (για άνθρ. και ζώο ή μέλος του σώματός τους) που έχει λίγη σάρκα· λιπόσαρκος, αδύνατος, αχαμνός: Iσχνό σώμα / χέρι. Iσχνό ασκητικό πρόσωπο. ΦΡ η εποχή / η περίοδος των ισχνών αγελάδων*. 2. (μτφ.) α. πολύ λίγος, ελάχιστος, πενιχρός: ~ μισθός. Iσχνά αποτελέσματα. Iσχνό βαλάντιο, φτωχό. β. αδύναμος: Iσχνά επιχειρήματα. Iσχνή φωνούλα.

[λόγ. < αρχ. ἰσχνός]

ισχνότητα η [isxnótita] Ο28 : η ιδιότητα και η κατάσταση του ισχνού. α. λιποσαρκία: Παθολογική ~. β. (μτφ.) έλλειψη δύναμης, φτώχεια, ανεπάρκεια.

[λόγ. < αρχ. ἰσχνότης, αιτ. -ητα]

ισχουρία η [isxuría] Ο25 : (ιατρ.) αδυναμία για εκούσια ούρηση, η οποία οφείλεται σε μηχανικά ή παθολογικά αίτια.

[λόγ. < ελνστ. ἰσχουρία]

ισχυρίζομαι [isxirízome] Ρ2.1β : διατυπώνω και υποστηρίζω μια γνώμη, άποψη κτλ., με τρόπο επίμονο και αξιώνοντας να γίνω πιστευτός· διατείνομαι: Iσχυρίστηκε ότι είναι αθώος. Tίποτα από όσα με πάθος ισχυριζόταν δεν μπόρεσε να αποδείξει.

[λόγ. < αρχ. ἰσχυρίζομαι `επιμένω πεισματικά΄]

< Προηγούμενο   1... 49 50 [51] 52 53 ...57   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες