Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ε*
4.209 εγγραφές [2301 - 2310]
εξοικονομώ [eksikonomó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.κάνω οικονομία σε κτ., το ξοδεύω ή γενικά το χρησιμοποιώ με φειδώ: Δρομέας που εξοικονομεί τις δυνάμεις του για να αντέξει ως το τέλος. 2. κατορθώνω να αποκτήσω ή γενικά να έχω στη διάθεσή μου κτ.: Kοίτα να εξοικονομήσεις και για μένα ένα εισιτήριο.

[λόγ. εξ- οικονομώ (διαφ. το ελνστ. ἐξοικονομῶ `αποβάλλω΄)]

εξοκέλλω [eksokélo] Ρ (μόνο στο αορ. θ.) αόρ. εξόκειλα, απαρέμφ. εξοκείλει : (λόγ.) 1. (για πλοίο) ναυαγώ στην ακτή. 2. (μτφ., για πρόσ.) ζω ανήθικη ζωή· παραστρατώ.

[λόγ. < αρχ. ἐξοκέλλω]

εξολκέας ο [eksolkéas] Ο21 : α.εργαλείο με το οποίο βγαίνει από κάπου κτ. σφηνωμένο ή προσαρμοσμένο με πίεση: Ο ~ του μαιευτήρα / του οδοντιάτρου. β. εξάρτημα του όπλου που εξάγει τον κενό κάλυκα από τη θαλάμη ύστερα από κάθε εκπυρσοκρότηση: Ο ~ του κλείστρου / του κινητού ουραίου.

[λόγ. εξ- αρχ. ὁλκ(ή) `τράβηγμα΄ -εύς > -έας μτφρδ. γαλλ. extra cteur]

εξολόθρεμα το [eksolóθrema] Ο49 : η εξολόθρευση.

[μσν. εξολόθρεμα < ελνστ. ἐξολέθρευμα με προχωρ. αφομ. [o-e > o-o], αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]

εξολοθρεμός ο [eksoloθremós] Ο17 : (λογοτ.) η εξολόθρευση.

[μσν. εξολοθρεμός < εξολοθρεύ(ω) -μός με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]

εξολόθρευση η [eksolóθrefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξολοθρεύω: H ~ του πληθυσμού μιας χώρας από την πείνα. H ~ των βλαβερών εντόμων.

[λόγ. < ελνστ. ἐξολόθρευ(σις) -ση]

εξολοθρευτής ο [eksoloθreftís] Ο7 θηλ. εξολοθρεύτρια [eksoloθréftria] Ο27 : αυτός που έχει εξολοθρεύσει κάποιους.

[λόγ. < ελνστ. ἐξολοθρευτής· λόγ. εξολοθρευ(τής) -τρια]

εξολοθρεύω [eksoloθrévo] -ομαι Ρ5.1 μππ. εξολοθρεμένος : προκαλώ το θάνατο όλων των μελών ενός συνόλου προσώπων ή ζώων, τα σκοτώνω όλα: Οι εχθροί κυκλώθηκαν κι εξολοθρεύτηκαν, εξοντώθηκαν όλοι. Εξολοθρεύτηκαν τα ψάρια από τη μόλυνση / τα άγρια πουλιά από το κυνήγι. H πανούκλα εξολόθρευσε το ένα τρίτο του πληθυσμού της χώρας. || (επέκτ. για φυτά): Οι ακρίδες εξολόθρευσαν τα σπαρτά.

[λόγ. < ελνστ. ἐξολοθρεύω < ἐξολεθρεύω με προχωρ. αφομ. [o-e > o-o] ]

εξομάλυνση η [eksomálinsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξομαλύνω: H ~ της πολιτικής κατάστασης / ενός κειμένου. || (ειδικότ.) Επίδομα εξομάλυνσης, που χορηγείται με σκοπό να καλύψει μισθολογικές διαφορές. || (γλωσσ.) ~ της κλίσης.

[λόγ. εξομαλύν(ω) -σις > -ση]

εξομαλύνω [eksomalíno] -ομαι Ρ8.2 : κάνω κτ. ομαλό. 1. (σπάν.) κάνω ένα πράγμα εντελώς επίπεδο ή λείο. 2. διευθετώ κτ. ώστε να εξελίσσεται με βάση ορισμένους σταθερούς κανόνες και χωρίς παρεκκλίσεις από αυτούς: Εξομαλύνεται γοργά η κατάσταση μετά το πραξικόπημα. Εξομαλύνονται οι διπλωματικές σχέσεις δύο χωρών. ~ ένα κείμενο, διορθώνω τα εκφραστικά ή τα συντακτικά του λάθη.

[λόγ. εξ- ομαλ(ός) -ύνω μτφρδ. γαλλ. aplanir]

< Προηγούμενο   1... 229 230 [231] 232 233 ...421   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες