Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Β*
1.130 εγγραφές [1001 - 1010]
βρογχεκτασία η [vronxektasía] Ο25 : (ιατρ.) παθολογική διαστολή των βρόγχων.

[λόγ. < νλατ. bronchiectas(is) -ία < αρχ. τά βρογχί(α) `βρόγχοι΄ + ἔκτασις (η αποβ. του [i] κατά το αρχ. βρόγχος)]

βρογχικός -ή -ό [vronxikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους βρόγχους: Bρογχικές φλέβες. Bρογχικό φύσημα / άσθμα. Bρογχικό δέντρο*. || (ως ουσ.) τα βρογχικά, πάθηση των βρόγχων.

[λόγ. βρόγχ(ος) -ικός μτφρδ. νλατ. bronchialis < αρχ. τά βρογχί(α) `βρόγχοι΄ -alis]

βρογχίτης ο [vronxítis] Ο10 : η βρογχίτιδα.

[προσαρμ. στη δημοτ. της λ. βρογχίτις (δες βρογχίτιδα) με βάση την αιτ.]

βρογχίτιδα η [vronxítiδa] Ο28 : φλεγμονή του βλεννογόνου των βρόγχων σε ανθρώπους και ζώα: Οξεία / χρόνια ~.

[λόγ. < νλατ. bronchitis < αρχ. βρόγχ(ος) -itis = -ίτις > -ίτιδα]

βρογχο- [vroŋxo] & βρογχό- [vroŋxó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & βρογχ- [vroŋx], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (ιατρ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αφορά τους βρόγχους ή παρατηρείται και εντοπίζεται σε αυτούς: ~κήλη, ~πνευμονία, ~πλευρίτιδα, ~σκόπιο, βρογχόλιθος, βρογχεκτασία.

[λόγ. < ελνστ. βρογχ(ο)- θ. του αρχ. ουσ. βρόγχο(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. βρογχο-κήλη & διεθ. bronch(o)- < ελνστ. βρογχ(ο)-: βρογχο-πνευμονία < νλατ. bronchopneumonia, βρογχο-σκοπία < γαλλ. bronchoscopie]

βρογχοκήλη η [vroŋxokíli] Ο30 : εξόγκωση του μπροστινού μέρους του λαιμού, που οφείλεται σε πάθηση του θυρεοειδούς.

[λόγ. < ελνστ. βρογχοκήλη]

βρογχοπνευμονία η [vroŋxopnevmonía] Ο25 : φλεγμονή των βρόγχων και των πνευμονικών κυψελίδων.

[λόγ. < νλατ. bronchopneumonia < broncho- = βρογχο- + αρχ. πνευμονία]

βρόγχος ο [vróŋxos] Ο18 : καθένας από τους δύο σωλήνες του αναπνευστικού συστήματος, που αποτελούν συνέχεια της τραχείας και διακλαδίζονται μέσα στους πνεύμονες: Δεξιός / αριστερός ~. Διάταση / στένωση / απόφραξη βρόγχων.

[λόγ. < αρχ. βρόγχος]

βρογχοσκόπηση η [vroŋxoskópisi] Ο33 : μέθοδος εξέτασης της τραχείας και των βρόγχων με ειδικούς σωλήνες και με τη βοήθεια τεχνητού φωτός.

[λόγ. < γαλλ. bronchoscopie < broncho- = βρογχο- + -scopie = -σκόπη(σις) -ση]

βρόμα η [vróma] Ο25 : 1. δυσάρεστη μυρωδιά, δυσοσμία: Έρχεται μια ~ απ΄ τον υπόνομο. Tο πτώμα έβγαζε μια αφόρητη ~. 2. ακαθαρσία που συνήθ. μυρίζει άσχημα: Γέμισε ο τόπος βρόμες. 3. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη καθαριότητας, ακαθαρσία· βρομιά: Tο σπίτι του είναι μες στη ~. (έκφρ.) ~ και δυσωδία: α. για πολύ έντονη δυσοσμία. β. για πράξη ή υπόθεση πρόστυχη, ανήθικη. ΦΡ βγάζω ~, αποκαλύπτω μυστικά, σκάνδαλα ή ανέντιμες πράξεις: Πρόσεξε, γιατί θα βγάλω ~ για τις απάτες σου. Kοίταξε μη βγάλεις ~, γιατί θα γίνουμε ρεζίλι. 4. (μτφ.) μειωτικός ή υβριστικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο· λέρα: Είναι μια ~ αυτός άλλο πράγμα, αισχρός, πρόστυχος, ανήθικος. Tον μήνυσε, γιατί την αποκάλεσε ~.

[μσν. *βρόμα (πρβ. μσν. βρομιάρης) < βρομ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   1... 99 100 [101] 102 103 ...113   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες