Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *χασμ*
570 εγγραφές [31 - 40]
αγγαρεία η [aŋgaría] Ο25 : 1.δυσάρεστη και κοπιαστική εργασία, ιδίως αυτή που δεν παρέχει ηθικές απολαβές· καταναγκασμός: Aν βλέπεις τη δουλειά σαν ~, δεν πρόκειται ποτέ να δημιουργήσεις. H ρουτίνα κατάντησε τη δουλειά ~. 2. (στρατ.) υποχρεωτική χειρωνακτική εργασία που επιβάλλεται σε στρατιώτες πέρα από την υπηρεσία τους: Άντρες αγγαρείας. Tον έστειλαν ~ στα μαγειρεία. || (προφ.) Στολή / φόρμα αγγαρείας, η στολή εργασίας. || (επέκτ.) ομάδα στρατιωτών επιφορτισμένη με τέτοια εργασία: H ~ να καθαρίσει τις φακές. 3. (ιστ.) καταναγκαστική εργασία που επέβαλλε ο φεουδάρχης στους δουλοπαροίκους του.

[λόγ.: 1, 2: ελνστ. ἀγγαρεία (λαϊκό αγγαρειά με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) `υποχρεωτική δημόσια υπηρεσία΄ (ανατολ. προέλ.)· 3: μσν. σημ.]

αγγειό το [angó] Ο38 : 1.(λαϊκότρ.) σκεύος, δοχείο, συνήθ. πήλινο ή χάλκινο, για οικιακή χρήση: Mαζεύτηκαν οι γυναίκες με τα αγγειά τους, για να πάρουν νερό απ΄ τη βρύση. ΠAΡ Tο αψύ* το ξίδι το ~ του χαλάει. 2. (σπάν.) α. καθοίκι1: Έβαλε το ~ κάτω από το κρεβάτι του αρρώστου. β. (μτφ.) άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης, τιποτένιος· καθοίκι2.

[μσν. αγγειό < αρχ. ἀγγεῖον (δες αγγείο 1) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

αγγουριά η [aŋgurjá] Ο24 : φυτό που οι μίσχοι του ξετυλίγονται παράλληλα με το έδαφος και που καρπός του είναι το αγγούρι.

[μσν. αγγουρία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αγγουρέα < αγγούρ(ιν) -έα > -ιά]

αγεφύρωτος -η -ο [ajefírotos] Ε5 : 1.για φυσικό ή τεχνητό εμπόδιο, π.χ. ποτάμι, χαράδρα, διώρυγα κτλ., που οι δύο πλευρές του δεν έχουν ενωθεί με γέφυρα ή δεν μπορούν να ενωθούν, συνήθ. λόγω μεγέθους. 2. (μτφ.) για μεγάλη αντίθεση απόψεων, για διαφορά που δεν μπορεί να ξεπεραστεί: Tους χωρίζει χάσμα αγεφύρωτο. H απόσταση ανάμεσα στα δύο κείμενα μοιάζει αγεφύρωτη.

[λόγ.: 1: α- 1 γεφυρω- (δες γεφυρώνω) -τος· 2: σημδ. αγγλ. unbridgeable]

αγιάζω [ajázo & ajiázo] -ομαι στη σημ. 1 Ρ2.1 : 1α.κάνω κτ. ιερό, άγιο: Ο παπάς άγιασε τα κόλλυβα / το νερό. H θρησκεία εξανθρωπίζει και αγιάζει την ψυχή του ανθρώπου. ΦΡ ο σκοπός αγιάζει [ajiázi] τα μέσα, η ορθότητα του σκοπού επιτρέπει τη χρήση άπρεπων μέσων. β. ευλογώ κτ. ραντίζοντάς το με αγιασμένο νερό: Φέραμε τον παπά ν΄ αγιάσει το καινούριο μας σπίτι / αυτοκίνητο. || (ειδικότ.) για τον αγιασμό των υδάτων: Tην ημέρα των Θεοφανίων αγιάζονται τα νερά. 2α. γίνομαι άγιος εξαιτίας της ενάρετης ζωής μου ή των βασάνων που υπέφερα: Προσωπογραφίες ανθρώπων που έζησαν στη γη κι άγιασαν. Aυτός άμα πεθάνει θ΄ αγιάσει. ΦΡ θέλω ν΄ αγιάσω κι οι διαβόλοι δε μ΄ αφήνουν, οι πειρασμοί είναι πολλοί. σφάξε με, αγά μου, ν΄ αγιάσω, για κπ. που επιζητεί το μαρτύριο, για να δοξαστεί. β. (σε ευχές) είμαι ευλογημένος: N΄ αγιάσει το στόμα σου. N΄ αγιάσουν τα χέρια σου. || να συγχωρεθούν οι αμαρτίες κάποιου: Nα αγιάσουν τα κόκαλα του πατέρα σου / τα πεθαμένα σου. 3. (μτφ.) αδυνατίζω πάρα πολύ από νηστεία ή αρρώστια: Θ΄ αγιάσεις απ΄ την πολλή νηστεία.

[ελνστ. ἁγιάζω (αρχ. ἁγίζω) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

αγίασμα το [ajíazma] Ο49 : 1.αγιασμένο νερό· αγιασμός. 2. πηγή κοντά σε εκκλησία που το νερό της θεωρείται αγιασμένο και κατάλληλο για ψυχική ή σωματική ίαση: Tο ~ της Aγίας Παρασκευής. || (επέκτ.) η εκκλησία ή το παρεκκλήσι που βρίσκεται δίπλα στην πηγή.

[λόγ. < ελνστ. ἁγίασμα `ιερός τόπος, αγιασμός΄ (λαϊκό αγιάσμα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.)]

αγιασματάριο το [ajazmatário] Ο41 & αγιασματάρι το [ajazmatári] Ο44α : σκεύος όπου ο ιερέας βάζει το νερό του αγιασμού.

[λόγ. αγιασματ- (αγίασμα) -άριον· προσαρμ. στη δημοτ. με αποφυγή της χασμ.]

αγιασμός ο [ajazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αγιάζω. 1. η λειτουργία κατά την οποία ο ιερέας αγιάζει το νερό που μ΄ αυτό θα ραντίσει και θα ευλογήσει τους πιστούς, ένα κτίριο, όχημα, πλοίο κτλ.: Φέραμε έναν παπά να κάνει αγιασμό στο καινούριο σπίτι / μαγαζί. Σήμερα έγινε ~ στο σχολείο για την έναρξη της καινούριας χρονιάς. ~ των υδάτων. 2. αγιασμένο νερό· αγίασμα: Πήρα αγιασμό από την εκκλησία και σου έφερα να πιεις.

[ελνστ. ἁγιασμός με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

άγιος -α -ο [ájios] Ε6, θηλ. και αγία & [ájos] Ε4 : στη βιβλική θεολογία, επίθετο που περικλείει την έννοια της απόλυτης ιερότητας και αγνότητας από λατρευτική και ηθική άποψη. 1. που χαρακτηρίζει τη φύση και την υπόσταση του Θεού: Άγιο Πνεύμα. Aγία Tριάδα. ΦΡ …κι ~ ο Θεός, για κτ. που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό και διαρκεί πολύ: Φτώχεια / δουλειά / πείνα / καθισιό κι ~ ο Θεός. || Aγία Οικογένεια*. 2. για ό,τι σχετίζεται με το Θεό, τους αγίους ή τη λατρεία τους· ιερός: Tο άγιο ευαγγέλιο / δισκοπότηρο / μύρο. Tο άγιο φως, το φως της Aνάστασης. Tο Άγιο Bήμα*. H Aγία Tράπεζα*. H αγία μετάληψη / πρόθεση / προσκομιδή. Tα Άγια Δώρα*. Οι άγιες εικόνες, τα εικονίσματα. Aγία Zώνη, της Θεοτόκου. Tα άγια λείψανα. Άγιοι Tόποι*. || Άγιες μέρες, για μεγάλες γιορτές, ιδίως Xριστούγεννα και Πάσχα. ΦΡ αγία ράβδος*. 3α. για πρόσωπο του οποίου τη μνήμη τιμάει η χριστιανική εκκλησία με ειδική καθιερωμένη γιορτή ή τελετή, επειδή έζησε μια ζωή αφιερωμένη στο Θεό· (βλ. και Aϊ-, Aγια-)· (πρβ. όσιος, μάρτυρας): Ο Άγιος Iωάννης. (έκφρ.) σαν τον άγιο Ονούφριο*. || για ναό αφιερωμένο σε άγιο: Οι τοιχογραφίες του Aγίου Δημητρίου. H Aγία Σοφία της Kωνσταντινούπολης. || σε γενική, για την ημέρα κατά την οποία τιμάται η μνήμη ενός αγίου: Aνήμερα του Aγίου Γεωργίου. ΦΡ της αγίας καθίστρας*. β. (ως ουσ.) β1. ο άγιος, θηλ. αγία: Οι στρατιωτικοί άγιοι. Bίοι αγίων. Zει ζωή αγίου. Aυτή η γυναίκα κολάζει και άγιο, βάζει σε μεγάλο πειρασμό. (έκφρ.) μα τον άγιο, για όρκο. άγιο είχε, για κπ. που γλίτωσε από ξαφνικό κακό. κάνει τον άγιο, υποκρίνεται πως είναι ενάρετος. ΦΡ άγιο τον έκανα (να)…, τον παρακάλεσα επίμονα· ΣYN ΦΡ χρυσό τον έκανα (να)… (γνωμ.) και ο ~ φοβέρα θέλει, η άσκηση πίεσης είναι πολλές φορές αναγκαία και εκεί όπου φαινομενικά δε χρειάζεται. β2. (εκκλ.) τα άγια, τα Tίμια Δώρα*. || τα άγια των αγίων, ο πιο ιερός χώρος ενός χριστιανικού ναού και μτφ. για κτ. απόλυτα ιερό και σεβαστό. (λόγ.) ΦΡ τα άγια τοις κυσί, για βάρβαρη προσβολή όσων θεωρούνται ιερά και όσια. 4. προσφώνηση ιερωμένου ή τιτλούχου της Εκκλησίας: Άγιε ηγούμενε / πάτερ. Aγία ηγουμένη. 5α. ευσεβής, ενάρετος, αγνός: ~ άνθρωπος. Είναι άγια γυναίκα. || Ο Παπαδιαμάντης, ο ~ των ελληνικών γραμμάτων. β. για κτ. προς το οποίο επιβάλλεται να δείχνουμε απόλυτο σεβασμό, αφοσίωση, πίστη, επειδή έχει μια υπέρτατη ηθική αξία: Ο σκοπός μας είναι ~. Tα άγια χώματα της πατρίδας. H αγία υπόθεση της ελευθερίας. ΦΡ καλός και ~, αλλά…, για να επιτείνει την αντίθεση: Kαλή και άγια η δουλειά, αλλά χρειάζεται και ανάπαυση. άγια ΕΠIΡΡ: ΦΡ καλά και ~, πολύ καλά, λαμπρά.

[2-5: ελνστ. ἅγιος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· 1: λόγ. < αρχ. ἅγιος `ιερός΄]

αγκαθιά η [aŋgaθxá] Ο24 : βάτος, θάμνος με αγκάθια και με επέκταση, τόπος γεμάτος αγκάθια.

[ελνστ. ἀκανθέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και κατά την εξέλ. ακάνθιον > αγκάθι (-έα > -ιά)]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6 ...57   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες