Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ύφος
1 εγγραφή
ύφος το [ífos] Ο46 : 1α.ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο διατυπώνει κάποιος τα διανοήματά του στο γραπτό ή στον προφορικό λόγο, η συνειδητή επιλογή ορισμένων επαναλαμβανόμενων, κατά κανόνα, δομικών σχημάτων που απαρτίζουν ένα ιδιαίτερο γλωσσικό σύστημα, στο οποίο δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη μορφή: ~ ποιητικό / γλαφυρό. Tο ~ τού σημειώματος έδειχνε ότι το έγραψε ο τάδε. Tο μαχητικό ~ του περιοδικού προκαλούσε πολλές αντιδράσεις. Λεξικά ύφους. β. (γλωσσ.) επίπεδο ύφους, ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί κάποιος τη γλώσσα στον προφορικό ή στο γραπτό λόγο ανάλογα με την περίσταση επικοινωνίας. 2. η ψυχική διάθεση κάποιου, όπως αποτυπώνεται στα χαρακτηριστικά του προσώπου του: Οργισμένο / σοβαρό / ευχαριστημένο / χαρούμενο ~. Πήρε ένα αμήχανο ~. Tι ~ είναι αυτό; || γενικότερα, ο ιδιαίτερος τρόπος συμπεριφοράς κάποιου: Mε κοίταξε με ένα μυστηριώδες / περισπούδαστο ~. (έκφρ.) παίρνω ~, παριστάνω, κάνω το σπουδαίο. έχει / με ~ δέκα καρδιναλίων*.

[λόγ.: 1α: ελνστ. ὕφος, αρχ. σημ.: `ύφανση΄· 1β: σημδ. αγγλ. register· 2: σημδ. γαλλ. style]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες