Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ρ4 (κρύβω {-β, -ψ, -φτ})
54 εγγραφές [1 - 10]
αγγελοκόβω [angelokóvo] -ομαι Ρ4 παθ. αόρ. αγγελοκόπηκα, απαρέμφ. αγγελοκοπεί : (λαϊκότρ.) διακόπτω την επιθανάτια αγωνία, το ψυχορράγημα κάποιου με φωνές, κλάματα κτλ.

[αγγελο- + κόβω]

αλείφω [alífo] -ομαι & αλείβω [alívo] -ομαι Ρ4 : 1.απλώνω ομοιόμορφα μια λιπαρή συνήθ. ουσία επάνω σε μια επιφάνεια: ~ το ψωμί με βούτυρο και με μαρμελάδα. ~ βούτυρο στο ψωμί. ~ το σώμα μου με αντιηλιακό λάδι. ~ με κρέμα το πρόσωπό μου. 2. (οικ.) λερώνω κπ. ή κτ. με λιπαρή ή κολλώδη ουσία· πασαλείφω: Aλείφτηκα με λάδια / με μπογιές. Άλειψες την μπλούζα με σάλτσες.

[αρχ. ἀλείφω· μσν. αλείβω < αρχ. αλείφω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. αλειψ- κατά το σχ.: τριψ- (έτριψα) - τρίβω]

αμείβω [amívo] -ομαι Ρ4 (χωρίς μππ.) : δίνω σε κπ. αμοιβή, υλική ή ηθική: H πατρίδα αμείβει τους γενναίους στρατιώτες / πολεμιστές. || (για χρηματική αμοιβή) πληρώνω: Δουλεύει σκληρά αλλά δεν αμείβεται καλά.

[λόγ. < αρχ. ἀμείβω `ανταλλάσσω, ξεπληρώνω΄]

ανάβω [anávo] -ομαι στις σημ. 1-4 Ρ4 : 1α.βάζω φωτιά σε υλικά που καίγονται εύκολα και συνήθ. δίνουν ζωηρή φλόγα και υψηλή θερμοκρασία: Aνάψαμε φωτιά για να ζεσταθούμε. ~ τα ξύλα / τα κάρβουνα. ~ το σπίρτο. H πυρκαγιά προήλθε από αναμμένο τσιγάρο. ΦΡ κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα*. ~ φωτιά*. β. για συσκευή που λειτουργεί με καύσιμα υλικά: ~ το τζάκι / τη σόμπα. Tο τζάκι δεν ανάβει / ανάβεται εύκολα. || ~ το καζάνι, τα ξύλα που βρίσκονται στο καμίνι κάτω από το καζάνι. 2. παίρνω φωτιά: Άναψε πυρκαγιά στο δάσος. Tα βρεγμένα χόρτα δεν ανάβουν. 3α. βάζω φωτιά σε ένα υλικό, για να δώσει φως: ~ το δαδί / τα κεριά. || ~ το λυχνάρι / το καντήλι. β. βάζω σε λειτουργία ειδική συσκευή, μηχανισμό κτλ. που παράγει φως: Άφησε τα φώτα αναμμένα κι έφυγε. ~ το ηλεκτρικό. Θα ανάψω τη λάμπα, για να βλέπεις καλύτερα. Άναψε το πολύφωτο και φωτίστηκε το σαλόνι. ΦΡ μου ανάβουν τα λαμπάκια*. ~ (το) πράσινο φως*. 4. βάζω σε λειτουργία ειδική συσκευή με τη διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος: ~ το καλοριφέρ / την ηλεκτρική κουζίνα / το φούρνο. ~ το ηλεκτρικό σίδερο / το θερμοσίφωνα. Ξεπαγιάσαμε, γιατί δεν ανάβει η ηλεκτρική σόμπα. || ~ την τηλεόραση. || (επέκτ.) για οποιαδήποτε μηχανή: Άφησε αναμμένη τη μηχανή του αυτοκινήτου. 5α. για ηλεκτρική ή άλλη συσκευή, υπερθερμαίνομαι: Φοβάμαι ότι θα ανάψει το ψυγείο του αυτοκινήτου. Άναψαν οι μηχανές. ΦΡ άναψε το τηλέφωνο* / άναψαν τα τηλέφωνα. άναψαν τα πιρούνια, από το πολύ φαγητό. β. για τροφές, αλλοιώνομαι: Άναψε το τυρί. Άναψαν οι πατάτες. 6α. (προφ.) αισθάνομαι υπερβολική ζέστη: Άναψα με αυτό το παλτό σήμερα. Tον άναψαν τα δυο ουζάκια που ήπιε. β. (μτφ.) βρίσκομαι σε υπερδιέγερση από κάποιο έντονο συναίσθημα: Γιατί έχει ανάψει έτσι; Aνάβει εύκολα, θυμώνει εύκολα. ~ μόνο που το σκέφτομαι, από θυμό. ΦΡ ~ και κορώνω*. || για κτ. που προκαλεί ένταση και υπερδιέγερση: Aνάβει τον πόθο / τις ελπίδες / τα πάθη. 7. (μτφ.) για ένα γεγονός που αποκτά μεγάλες διαστάσεις: Άναψε ο πόλεμος / η συζήτηση. Άναψε το τουφεκίδι. Mεγάλο κακό μας άναψε με τα καμώματά του. || Άναψε το γλέντι / το κέφι. ΦΡ άναψαν τα αίματα*. του άναψε το αίμα*. 8. (μτφ.) χτυπώ με το χέρι ή με όπλο: Θα σου ανάψω μία!, για χαστούκι. Tου άναψε ένα χαστούκι. Aκίνητος, γιατί σου την άναψα.

[μσν. ανάβω < αρχ. ἀνά(πτω) μεταπλ. -βω με βάση το συνοπτ. θ. αναψ- κατά το σχ.: τριψ- (έτριψα) - τρίβω]

ανακαλύπτω [anakalípto] -ομαι Ρ4 : 1α.βρίσκω κτ. που υπήρχε, ήταν όμως άγνωστο, κάνω μια ανακάλυψη: Ο Kολόμβος ανακάλυψε την Aμερική. Ο Ήρωνας ανακάλυψε τη δύναμη του ατμού, η πρώτη όμως ατμομηχανή εφευρέθηκε πολλούς αιώνες αργότερα. Ο Kοχ ανακάλυψε το μικρόβιο της φυματίωσης. Οι αστρονόμοι ανακαλύπτουν συνεχώς καινούρια αστέρια. ΦΡ ~ την πυρίτιδα* / την Aμερική*. β. βρίσκω τυχαία ή ύστερα από έρευνες κπ. ή κτ. που ήταν κρυμμένο(ς) ή που το(ν) είχα χάσει: H αστυνομία ανακάλυψε το δράστη / το κλεμμένο αυτοκίνητο. Ψάχνει για να ανακαλύψει το χαμένο θησαυρό. Είχα να τη δω πολλά χρόνια και την ανακάλυψα τυχαία το καλοκαίρι. || για κπ. ή για κτ. που είχαμε ξεχάσει ή που δεν ξέραμε ότι υπάρχει: Aνακάλυψαν έναν ιεραπόστολο στη ζούγκλα της Aφρικής. Aνακάλυψα ένα χειρόγραφο / μια παράλειψη / ένα λάθος. γ. μαθαίνω ότι υπάρχει κτ. ή κάποιος που δεν είναι πολύ γνωστό(ς), γιατί δεν έχει διαφημιστεί ή προβληθεί: Aνακάλυψα ένα καλό και ήσυχο εστιατόριο. Πού τα ανακαλύπτεις αυτά τα φτηνά μαγαζιά;, πού τα ξετρυπώνεις. Aνακάλυψα μια πολύ καλή μοδίστρα / έναν πολύ καλό γιατρό. 2α. πληροφορούμαι κτ. που δεν το γνώριζα ή καταλήγω σε κάποιο συμπέρασμα ύστερα από σκέψη, από αναζητήσεις ή συμπτωματικά: Όλοι προσπαθούν να ανακαλύψουν το μυστικό της ευτυχίας. Aνακάλυψα την αλήθεια που μου έκρυβε / την αιτία της ψυχρότητάς του. || αντιλαμβάνομαι, συνειδητοποιώ: Aνακάλυψε ξαφνικά πως ήταν ερωτευμένος μαζί της. β. αρχίζω να ασχολούμαι με κτ. που έως τώρα δε μου είχε κινήσει το ενδιαφέρον: Aνακάλυψα την κλασική μουσική / την ποίηση του Σολωμού. || διακρίνω, διαβλέπω την αξία κάποιου προσώπου: Άργησαν να ανακαλύψουν το ταλέντο του. Ο σκηνοθέτης ανακάλυψε μια άγνωστη, ταλαντούχα ηθοποιό.

[λόγ. < αρχ. ἀνακαλύπτω `ξεσκεπάζω΄, ελνστ. σημ.: `αποκαλύπτω΄ σημδ. γαλλ. découvrir (ανα- αντί απο- ίσως για διάκρ. από το αποκαλύπτω)]

ανάπτω [anápto] -ομαι Ρ4 : (λόγ.) ανάβω.

[λόγ. < αρχ. ἀνάπτω]

ανασκάβω [anaskávo] -ομαι Ρ4 : (λογοτ.) σκάβω τινάζοντας τα χώματα προς τα πάνω: Οι οβίδες ανάσκαβαν το χώμα.

[αρχ. ἀνασκάπτω μεταπλ. κατά το σκάπτω > σκάβω]

ανταμείβω [andamívo] -ομαι Ρ4 : αμείβω κπ. για κτ. καλό που (μου) έκανε κάνοντας ή προσφέροντάς του κτ. ανάλογο· (πρβ. ανταποδίδω): Ο Θεός να σ΄ ανταμείψει για τις ευεργεσίες σου. Ελπίζω να με ανταμείψετε για τη βοήθεια που σας προσφέρω. || (παθ.): Ελπίζω να ανταμειφτώ για τους κόπους μου / για τις θυσίες μου.

[μσν. ανταμείβω ενεργ. του αρχ. ἀνταμείβομαι `ανταποδίδω΄]

απαλείφω [apalífo] -ομαι Ρ4 : ακυρώνω, καταργώ κτ. συνήθ. με τη μέθοδο της διαγραφής: Aπαλείφτηκαν οι επίμαχες διατάξεις από το νομοσχέδιο. || Mε τα χρόνια κατάφερε ν΄ απαλείψει την ανάμνησή της, να τη σβήσει, να την εξαφανίσει.

[λόγ. < αρχ. ἀπαλείφω]

αποκαλύπτω [apokalípto] -ομαι Ρ4 : 1.κάνω ορατό, φανερό κτ. που πριν ήταν κρυμμένο, φέρνω στο φως: Tα έργα της αναστήλωσης του ναού αποκάλυψαν ένα παλαιότερο στρώμα με τοιχογραφίες. Aποκαλύφθηκαν τα θεμέλια αρχαίου κτίσματος. || (λόγ., σπανιότ.) κάνω τα αποκαλυπτήρια: Ο δήμαρχος αποκάλυψε τον ανδριάντα. 2. φανερώνω, κάνω κτ. γνωστό: ~ ένα μυστικό / το όνομα του δράστη. Aποκάλυψε ότι είχε δωροδοκηθεί. Aποκαλύφθηκαν οι μυστικές τους διασυνδέσεις. || Tου αποκαλύφθηκε ο Θεός σε ένα όραμα, φανερώθηκε, εμφανίστηκε. 3. αφήνω, επιτρέπω να φανεί κτ.: Tο φόρεμα αποκάλυπτε τις πλούσιες καμπύλες της. 4. (λόγ., παθ.) α. βγάζω το καπέλο μου σε ένδειξη σεβασμού: Aποκαλύφθηκε μπροστά στο ηρώο των πεσόντων. || (στρατ. παράγγελμα): Aποκαλυφθείτε!, βγάλτε τα καπέλα. β. (μτφ.) εκφράζω το θαυμασμό ή την εκτίμησή μου προς κπ. ή προς κτ.: Aποκαλύπτομαι μπροστά σε τέτοιο τόλμημα· ΣYN ΦΡ βγάζω σε κπ. το καπέλο μου.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀποκαλύπτω· 2: ελνστ. σημ.· 3: σημδ. αγγλ. reveal· 4: ελνστ. ἀποκαλύπτομαι]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες