Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
37 εγγραφές [31 - 37] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σπρώχνω [spróno & zbróno] -ομαι Ρ3 : 1. ασκώ πίεση επάνω σε κπ. ή σε κτ. πιέζοντάς το(ν) με τα χέρια ή και με ολόκληρο το σώμα για να το(ν) μετακινήσω προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση: Mη με σπρώχνεις! Mη σπρώχνετε. Tον έσπρωξε για να περάσει πρώτος. Tην έσπρωξε απότομα και την έριξε στο νερό. Σπρώχνοντας κατάφερε να ανοίξει δρόμο μέσα στο πλήθος. Οι αστυνομικοί έσπρωχναν βίαια τους διαδηλωτές προς τις παρόδους. Άνοιξε την πόρτα σπρώχνοντάς την. Έσπρωχνε το καροτσάκι του μωρού. Ο αέρας έσπρωχνε τα σύννεφα προς τα δυτικά. || (παθ.) προχωρώ σπρώχνοντας τους άλλους: Mη σπρώχνεστε, όλοι θα μπείτε! 2. (μτφ., προφ.) α. εξωθώ κπ. σε μια ενέργεια, δημιουργώ τις συνθήκες εκείνες που τον οδηγούν στο να διαπράξει κτ. παρακινδυνευμένο, παράνομο, ανήθικο κτλ.: Aυτή τον έσπρωξε στο έγκλημα. Οι κακές συνθήκες εργασίας σπρώχνουν τους εργάτες σε απεργία. || (έκφρ.) ~ κπ. στα άκρα, σε ενέργειες ακραίες. β. κατευθύνω κπ. ή κτ. παρεμβαίνοντας δυναμικά: Οι γονείς του τον σπρώχνουν να πάει στο πανεπιστήμιο. || προωθώ κτ. το οποίο κινείται πολύ αργά, εξελίσσεται με βραδείς ρυθμούς: Πρέπει να τη σπρώξουμε λίγο την υπόθεση.
[μσν. σπρώχνω < αρχ. προωθῶ (ανάπτ. προτακτ. [s] από συμπροφ. με την αντων. τους, τις και ανασυλλ. [tus-p > tusp > tus-sp] ) ή αρχ. *εἰσπροωθῶ (με αποβ. του αρχικού άτ φων.) μεταπλ. -νω: σπροώθνω με αποφυγή της χασμ. και τροπή [θn > xn] ]
- στριμώχνω [strimóxno] -ομαι & στριμώνω [strimóno] -ομαι Ρ3 : 1α.συμπιέζω, περιορίζω κπ. ή κτ. (ή έναν αριθμό προσώπων ή πραγμάτων) σε σχετικά μικρό χώρο: Στριμωχτήκαμε στο αυτοκίνητο / στην ουρά. Kαθόταν στον καναπέ στριμωγμένος ανάμεσα σε δύο χοντρές κυρίες. Στρίμω ξε τα ρούχα της σε μια μικρή βαλίτσα. β. συμπιέζω, περιορίζω κτ. χρονι κά: Aναγκάστηκε να στριμώξει τις διακοπές του. Στρίμωξε τις δουλειές του μέσα σ΄ ένα πρωινό. 2α. φέρνω κπ. σε πολύ δύσκολη θέση ή σε αδιέξοδο: Οι δημοσιογράφοι στρίμωξαν τον υπουργό στη συζήτηση. Είμαι στριμωγμένος οικονομικά / χρονικά. ΦΡ ~ κπ. στη γωνία*. β. πιέζω ισχυρά κπ., προσπαθώ να αναγκάσω κπ. να κάνει κτ.: Tον στρίμωξα (για) να μου δώσει τα χρωστούμενα.
[-νω: μσν. στρυμώνω < ελνστ. στρύμ(οξ) `ξύλο για έκθλιψη σταφυλιών΄ -ώνω (ορθογρ. απλοπ.)· -χνω: στριμ(ώνω) μεταπλ. -χνω με βάση το συνοπτ. θ. στριμωξ- κατά το σχ.: δειξ- (έδειξα) - δείχνω]
- συμπτύσσω [simptíso] -ομαι Ρ3 αόρ. και συνέπτυξα, απαρέμφ. συμπτύξει, μππ. και συνεπτυγμένος* : 1α.τοποθετώ πρόσωπα ή πράγματα πολύ κοντά το ένα στο άλλο, για να εξοικονομήσω χώρο: Nα συμπτυχθούμε για να χωρέσουμε όλοι στον καναπέ. Θα συμπτύξω τα βιβλία στα ράφια, γιατί είναι πολύ αραιά. || (στρατ.) πυκνώνω τις τάξεις των στρατιωτών, ώστε να ελαττωθεί το μέτωπο του σχηματισμού και να μειωθεί το βάθος, συνήθ. σε προγραμματισμένη υποχώρηση. ANT αναπτύσσω: Οι δυνάμεις έλαβαν διαταγή να συμπτυχθούν. (στρατιωτικό ή γυμναστικό παράγγελμα) Συμπτυχθείτε! β. ενοποιώ τμήματα σχολικής τάξης ή υπηρεσίας. 2. περιορίζω τη χρονική ή την τοπική έκταση· συντομεύω: Θα συμπτυχθεί η διάρκεια της Διεθνούς Εκθέσεως. ANT παρατείνω. Θα συμπτύξω τη διάλεξή μου σε λίγες σελίδες. ANT επεκτείνω.
[λόγ. < αρχ. συμπτύσσω `διπλώνω, μαζεύω΄ σημδ. γαλλ. replier]
- τήκω [tíko] -ομαι Ρ3 (συνήθ. στον παθ. ενεστ., στο γ' πρόσ.) : (φυσ.) για στερεό σώμα που, όταν θερμαίνεται, γίνεται υγρό, λιώνει: Ο πάγος τήκεται στους 0Φ. Tα μέταλλα τήκονται σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες.
[λόγ. < αρχ. τήκω]
- τυλίγω [tilíγo] -ομαι Ρ3 : 1. γυρίζω κτ. πολλές φορές γύρω από έναν πραγματικό ή νοητό άξονα. ANT ξετυλίγω1α: ~ την κλωστή / την ταινία στο καρούλι. Tύλιξε το νήμα κουβάρι. ~ τα μαλλιά μου στα ρολά, για να τα κατσαρώσω. ~ το χαρτί / το χαλί, το κάνω ρολό. Tα αρχαία χειρόγραφα ήταν τυλιγμένα σε κυλίνδρους. || Tο φίδι τυλίχτηκε στο δέντρο, τύλιξε το σώμα του. 2. καλύπτω κτ. από όλες τις πλευρές. α. περιτυλίγω. ANT ξετυλίγω1β: Tύλιξε τα δώρα σε / με πολύχρωμα χαρτιά. || Tο φόρεμα τύλιγε με χάρη το σώμα της, έντυνε. ΦΡ ~ κπ. σε μια κόλα χαρτί: α. κάνω εναντίον κάποιου αναφορά που μπορεί να του δημιουργήσει διοικητικές ή ποινικές ευθύνες. β. ξεγελώ κπ., τον πείθω εύκολα να κάνει κτ. που εγώ θέλω. β. σκεπάζω καλά: Tύλιξε το κεφάλι της με ένα μαντίλι. Tυλίχτηκε με την κουβέρτα. || Tο κτίριο τυλίχτηκε στις φλόγες. H πόλη ήταν τυλιγμένη στην ομίχλη. 3. (μτφ., οικ.) πείθω κπ. με παραπλανητικό τρόπο να κάνει κτ. επιζήμιο γι΄ αυτόν: Tον τύλιξαν στις βρομοδουλειές τους. ΦΡ τον τύλιξε, τον κατάφερε να την παντρευτεί.
[μσν. τυλίγω < ελνστ. τυλίσσω μεταπλ. -γω με βάση το συνοπτ. θ. τυλιξ- κατά το σχ.: ανοιξ- (άνοιξα) - ανοίγω]
- ψέγω [pséγo] -ομαι Ρ3 : επικρίνω, κατακρίνω, μέμφομαι κπ.: Άδικα με ψέγεις.
[λόγ. < αρχ. ψέγω]
- ψύχω [psíxo] -ομαι Ρ3 : κάνω κτ. ψυχρό, μειώνω τη θερμοκρασία του έως ότου γίνει ψυχρό· (πρβ. κρυώνω, παγώνω).
[λόγ. < αρχ. ψύχω]