Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
117 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρφωτής ο [karfotís] Ο8 : (παρωχ.) καταδότης.
[καρφώ(νω)ΙΙ2 -τής]
- καταφερτζής ο [kataferdzís] Ο8 θηλ. καταφερτζού [kataferdzú] Ο37 : (οικ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου επιτήδειου, που ξέρει να αξιοποιεί τις γνωριμίες του και τις περιστάσεις προς όφελός του, ακολουθώντας, όχι σπάνια, πλάγια μέσα: Aυτός είναι μεγάλος ~, όλες τις υποθέσεις του, νόμιμες ή παράνομες, τις τακτοποιεί αμέσως. Είναι μια καταφερτζού, με τις γαλιφιές της τον έπεισε πάλι τον πατέρα της.
[καταφερ- (καταφέρνω) -τζής· καταφερτζ(ής) -ού]
- κατουρλής ο [katurlís] Ο8 θηλ. κατουρλού [katurlú] Ο37 & κατρουλής ο [katrulís] Ο8 θηλ. κατρουλού [katrulú] Ο37 : (προφ.) 1. συνήθ. χαϊδευτι κά για μωρά, αυτός που κατουράει συχνά, και κυρίως αυτός που κατουριέται επάνω του. 2. (μτφ.) ο δειλός, ο φοβητσιάρης.
[μσν. *κατουρλής (πρβ. μσν. κατουρλού) < κατουρ(ώ) -λής· μσν. κατουρλού < κατουρ λ(ής) -ού· μετάθ. του [r] ]
- καφετζής ο [kafedzís] Ο8 θηλ. καφετζού* : ιδιοκτήτης καφενείου ο οποίος εργάζεται σ΄ αυτό, ετοιμάζει τους καφέδες, τους σερβίρει κτλ.
[τουρκ. kahveci -ς]
- καψιμιτζής ο [kapsimidzís] Ο8 : (προφ.) στρατιώτης υπεύθυνος για το καψιμί μιας στρατιωτικής μονάδας.
[καψιμ(ί) -ιτζής]
- κιοτής ο [kotís] Ο8 : (λαϊκότρ.) ο δειλός, ο άνανδρος, ο φοβητσιάρης.
[τουρκ. kötü `κακός΄, διαλεκτ. köti -ς]
- κλαριντζής ο [klarindzís] Ο8 : λαϊκός οργανοπαίχτης που παίζει κλαρίνο.
[κλαρίν(ο) -τζής]
- κολλητηρτζής ο [kolitirdzís] Ο8 : (προφ.) ο εφαψίας. || αυτός που φλερτάρει επίμονα και ενοχλητικά.
[κολλητήρ(ι) -τζής]
- κολπατζής ο [kolpadzís] Ο8 θηλ. κολπατζού [kolpadzú] Ο37 : (οικ.) αυτός που χρησιμοποιεί κόλπα, δηλαδή παραπλανητικούς τρόπους για να πετύχει κτ., τρόπους οι οποίοι μπορεί να φτάνουν και ως την εξαπάτηση· κολπαδόρος.
[κόλπ(ο) -ατζής· κολπατζ(ής) -ού]
- κομιτατζής ο [komitadzís] Ο8 : ονομασία μέλους του βουλγαρικού κομιτάτου.
[τουρκ. komitacι -ς (< komita = κομιτάτο) `Βούλγαρος, Έλληνας ή Σέρβος, μέλος επαναστατικής οργάνωσης΄]