Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2.060 εγγραφές [1941 - 1950] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φτάρνισμα το [ftárnizma] & φτέρνισμα το [ftérnizma] Ο49 : ακούσια, αντανακλαστική σύσπαση των αναπνευστικών μυώνων, που οφείλεται σε ερεθισμό του βλεννογόνου της μύτης και προκαλεί απότομη και ηχηρή εκπνοή αέρα από το στόμα και τη μύτη: Δυνατό / αλλεργικό ~. Mε πιάνει ~, φταρνίζομαι.
[μσν. *πτάρνισμα, πτέρνισμα με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < πταρνισ- (πταρνίζομαι), πτερνισ- (πτερνίζομαι) -μα]
- φτεροκόπημα το [fterokópima] Ο49 : 1. ζωηρό, γρήγορο φτερούγισμα: H πέρδικα απομακρύνθηκε μ΄ ένα δυνατό ~. 2. ο ήχος που παράγεται από τη ζωηρή κίνηση των φτερών: Mε τρόμαξε το ξαφνικό ~ μιας νυχτερίδας. 3. (μτφ.) σκίρτημα: Tο ~ της καρδιάς.
[φτεροκοπη- (φτεροκοπώ) -μα]
- φτερούγισμα το [fterújizma] Ο49 : 1. η ενέργεια του φτερουγίζω, η κίνη ση των φτερών, (η προσπάθεια για) πέταγμα: Tα πουλιά απομακρύνθηκαν με γρήγορο ~. || (επέκτ.) ο ήχος που παράγεται από την κίνηση των φτερών: Aκούστηκε ένα δυνατό ~. 2. (μτφ.) η πρώτη προσπάθεια, το πρώτο στάδιο μιας προσπάθειας, μιας απόπειρας σε σχέση με κάποια δραστηριότητα: Tο ~ ενός νέου καλλιτέχνη / ηθοποιού.
[ελνστ. πτερύγισμα με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και του [r] κατά το πτερυγίζω > φτερουγίζω)]
- φτέρωμα το [ftéroma] Ο49 : 1. το σύνολο των φτερών και των πούπουλων που καλύπτουν το σώμα των πτηνών: Λευκό / μαύρο / πολύχρωμο ~. 2. το φύτρωμα, ο σχηματισμός φτερών.
[λόγ. < αρχ. πτέρωμα με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] για προσαρμ. στη δημοτ.]
- φτιασίδωμα το [ftxasíδoma] Ο49 : (προφ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φτιασιδώνω· μακιγιάρισμα.
[φτιασιδώ(νω) -μα]
- φτυάρισμα το [ftxárizma] Ο49 : η ενέργεια του φτυαρίζω: Tο ~ του χώματος / της άμμου / του χιονιού.
[φτυαρισ- (φτυαρίζω) -μα]
- φύλαγμα το [fílaγma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φυλάω, η φύλαξη, η φρούρηση.
[λόγ. < ελνστ. φύλαγμα `προστασία, εντολή΄]
- φυλλομέτρημα το [filométrima] Ο49 : η ενέργεια του φυλλομετρώ· ξεφύλλισμα.
[λόγ. φυλλομετρη- (φυλλομετρώ) -μα]
- φυλλορρόημα το [filoróima] Ο49 : η διαδικασία του φυλλορροώ: Tο ~ των δέντρων. || (μτφ.): Tο ~ των ονείρων της γενιάς μας.
[λόγ. φυλλορροη- (φυλλορροώ) -μα]
- φυλλόχωμα το [filóxoma] Ο49 : χώμα που σχηματίζεται από την αποσύνθεση φύλλων δέντρων και υπολειμμάτων φυτών και που χρησιμοποιείται ως λίπασμα.
[φύλλ(ο) -ο- + χώμα]