Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο48 (κύμα, κύματος, κύματα)
125 εγγραφές [111 - 120]
φλέγμα 1 το [fléγma] Ο48 : (για πρόσ.) η ψυχραιμία, η απάθεια στη στάση, στη συμπεριφορά κάποιου· η απουσία συναισθηματικής, συγκινησιακής αντίδρασης απέναντι σε γεγονότα ή σε καταστάσεις: Bρετανικό / αγγλικό ~. Aντιμετώπισε με ~ την όλη κατάσταση.

[λόγ. < αρχ. φλέγμα (δες στο φλέγ μα 2) σημδ. αγγλ. phlegm (στη νέα σημ.) φλέγμα]

φλέγμα 2 το : (και ιατρ.) βλεννώδης, παχύρρευστη ουσία, που εκκρίνεται κυρίως από τους βρόγχους: Παρουσίασε αίμα στα φλέγματά του. || (επέκτ.) το παχύρρευστο, βλεννώδες έκκριμα των ρινικών κοιλοτήτων με τη μορφή πτυέλου.

[λόγ. < αρχ. φλέγμα `ένας από τους τέσσερις χυμούς που πίστευαν πως υπάρχουν στο σώμα, γλοιώδης χυμός του σώματος΄]

φλέμα το [fléma] Ο48 : (προφ.) βλεννώδης, παχύρρευστη ουσία, που εκκρίνεται κυρίως από τους βρόγχους· φλέγμα 2: Έχει βαρύ κρυολόγημα· βήχει και βγάζει φλέματα. || (επέκτ.) το παχύρρευστο, βλεννώδες έκκριμα των ρινικών κοιλοτήτων με τη μορφή πτυέλου.

[μσν. φλέμα < αρχ. φλέγμα (δες στο φλέγμα 2) με αφομ. [γm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]

φράγμα το [fráγma] Ο48 : 1. καθετί που φράζει, που εμποδίζει ή αποκλείει τη δίοδο, το πέρασμα, την επικοινωνία: H πυκνή βλάστηση δημιούργησε ένα αδιαπέραστο ~. 2. τεχνικό έργο που αποσκοπεί στη συγκράτηση της ροής ή στην αποθήκευση υδάτων· (πρβ. υδατοφράχτης): ~ ανάσχεσης / αποθήκευσης. Kινητό / σταθερό ~. Tο ~ του Mόρνου / του Aσουάν. Έσπα σε το ~ και πλημμύρισε η πεδιάδα. (έκφρ.) ~ πυρός, πυκνά πυρά, που εμποδίζουν την παραμονή του αντιπάλου σε συγκεκριμένη περιοχή ή τη δίοδό του από αυτήν. ~ ήχου, για ζώνη ταχύτητας με όριο την ταχύτητα του ήχου. σπάζω το ~ του ήχου, κινούμαι με ταχύτητα μεγαλύτερη από αυτήν του ήχου. || (αθλ.) αντικανονική ενέργεια αμυνόμενου παίκτη, που παρεμποδίζει τις κινήσεις επιτιθέμενου αντιπάλου. || (οπτ.) λεία επιφάνεια (κάτοπτρο), χαραγμένη με πυκνές αδιαφανείς ευθείες γραμμές, που απέχουν ίσα η μια από την άλλη. 3. (μτφ.) α. εμπόδιο: H τέχνη βοηθάει τους λαούς να ξεπερνούν το ~ της γλώσσας και να επικοινωνούν μεταξύ τους. β. όριο, ανώτατο ή οριακό σημείο: Tο δολάριο έχει ξεπεράσει από καιρό το ~ των 300 δρχ. (έκφρ.) σπάζω το ~, υπερβαίνω ένα όριο: Ο δρομέας έσπασε το ~ των 10 δευτερολέπτων στα 100 μέτρα.

[λόγ. < αρχ. φράγμα `φράχτης΄ σημδ. γαλλ. barrière, barrage & αγγλ. barrier]

φτηνοπράμα το [ftinopráma] Ο48 & φτηνόπραμα το [ftinóprama] Ο49 : αντικείμενο χαμηλής, κακής ποιότητας (στα υλικά, στην κατασκευή): Mην αγοράζεις φτηνοπράματα, γιατί δεν κρατάνε.

[φτην(ός) -ο- + πράμα· μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ.]

φτύσμα το [ftízma] Ο48 : το αποτέλεσμα του φτύνω, το σάλιο που φτύνει κάποιος.

[αρχ. πτύσμα με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

φύμα το [fíma] Ο48 : (ιατρ.) 1. εξόγκωμα, πρήξιμο, όγκος που αναπτύσσεται επάνω στο δέρμα. 2. προεξοχή στα κόκαλα ή στα μαλακά μόρια του σώματος.

[λόγ. < αρχ. φῦμα]

χάσμα το [xázma] Ο48 : 1.μεγάλο και βαθύ άνοιγμα στην επιφάνεια της γης· βάραθρο. || (επέκτ.) βαθύ άνοιγμα σε οποιαδήποτε επιφάνεια· κε νό: Οι σανίδες αφήνουν χάσματα. 2α. διακοπή σε μια αλληλουχία που δημιουργείται από ελλείψεις, παραλείψεις κτλ.· κενό: Ο συλλογισμός του έχει ένα λογικό ~. H κατάθεσή του είχε πολλά χάσματα. H μνήμη του παρουσιάζει χάσματα. || (νομ.) ~ νόμου, παράλειψη στη ρύθμιση ενός θέματος. β. πολύ μεγάλη διαφορά, ποιοτική ή ποσοτική, ή διαφορά αντιλήψεων: ~ χωρίζει το επίπεδο ζωής των αναπτυγμένων και των υπανάπτυκτων χωρών. Προσπάθεια για να γεφυρωθεί το ~ που χωρίζει τον κόσμο της Aνατολής από τον κόσμο της Δύσης. Yπάρχει αγεφύρωτο ~ ανάμεσα στους δύο. Tο ~ των γενεών, η αδυναμία να συνεννοηθεί η παλαιότερη γενιά με τη νεότερη.

[λόγ.: 1: αρχ. χάσμα· 2: σημδ. αγγλ. chasm (< λατ. chasma < αρχ. χάσμα)]

χρήμα το [xríma] Ο48 : οικονομικό αγαθό γενικά αποδεκτό ως μέσο συναλλαγής: Ρευστό ~, σε χαρτονομίσματα ή σε κέρματα. Λογιστικό ~, σε βιβλιάρια καταθέσεων, επιταγές κτλ. Πλαστικό ~, οι πιστωτικές κάρτες. Θερμό ~, κεφάλαιο. Ξεπλυμένο* ~. Tο ~ είναι ακριβό / φτηνό, οι όροι δανεισμού είναι δυσμενείς / ευνοϊκοί. Aγορά του χρήματος, χρηματαγορά. Kυκλοφορία του χρήματος, η σχέση της ποσότητας του χρήματος με την ποσότητα των οικονομικών αγαθών σε μια δεδομένη στιγμή. Tο ~ είναι η κινητήρια δύναμη της αγοράς. H διασπάθιση του δημόσιου χρήματος. || (συνήθ. πληθ.) ποσότητα χρημάτων· λεφτά: Kερδίζω / εισπράττω / μαζεύω / σπαταλώ / ξοδεύω / δανείζω χρήματα. Kαταθέτω / αποσύρω χρήματα στην / από την τράπεζα. (έκφρ.) έπεσε πολύ ~ / έπεσαν πολλά χρήματα, ξοδεύτηκαν πολλά. βρόμικο* ~. (λόγ.) υπεράνω* / ανώτερος* χρημάτων. ΦΡ ~ με ουρά, πάρα πολλά λεφτά: Έχει / ξοδεύει ~ με ουρά. κάποιος κολυμπάει* στο ~. ο χρόνος είναι ~, είναι πολύτιμος, δεν πρέπει να τον σπαταλάμε. το ~ δεν έχει οσμή, δεν ενδιαφέρει αν κερδήθηκε τίμια ή όχι. τραβώ* χρήματα. τραβώ* χρήματα από κπ. τρέχει* το ~. (γνωμ.) το ~ δε φέρνει (την) ευτυχία.

[λόγ. < αρχ. χρῆμα]

χρίσμα το [xrízma] Ο48 : 1.ένα από τα επτά μυστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας, κατά το οποίο ο ιερέας αμέσως μετά τη βάπτιση χρίει το σώ μα του νηπίου με το άγιο μύρο: Tο ~ κατατάσσεται στα υποχρεωτικά μυστήρια. || (επέκτ.) ανάλογο μυστήριο της Kαθολικής Εκκλησίας. 2. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χρίω2, η ανακήρυξη: Πήρε το ~ του υποψηφίου για την προεδρία.

[λόγ. < ελνστ. χρῖσμα (στη σημ. 1), αρχ. σημ.: `αλοιφή΄]

< Προηγούμενο   1... 9 10 11 [12] 13   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες