Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο44 (τραγούδι, τραγουδιού, τραγούδια)
1.251 εγγραφές [1 - 10]
αγγόνι το [aŋgóni] Ο44 : (λαϊκότρ.) (χωρίς διάκριση φυσικού γένους) εγγόνι: Συνήθεια παλιά που πηγαίνει από πατέρα σε παιδί, κι από παιδί σ΄ ~. αγγονάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. αγγόνι < εγγόνι [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-eŋg > enaŋg > en-aŋg] ]

αγγούρι το [aŋgúri] Ο44 : 1.μακρύ πράσινο σαρκώδες λαχανικό που τρώγεται ωμό συνήθ. σε σαλάτα. 2. (λαϊκ., μτφ.) α. δύσκολη περίπτωση, δυσχέρεια: Πολύ ~ είναι αυτή η δουλειά. β. άχαρος, σαχλός, ανόητος: Στέκεται σαν ~. || (ως επιφ., συνήθ. στον πληθ.) αγγούρια!, χαρακτηρίζει ανόητο, σαχλό κτ. που ειπώθηκε. αγγουράκι το YΠΟKΟΡ: ~ τουρσί.

[μσν. αγγούρι(ν) < ελνστ. *ἀγγούριον (δες στο αγριάγγουρο) < αραβ. ΄agur (σύγκρ. και αντζούρι) ή περσ. angarah με τροπή [a > u] από επίδρ. του [ŋg] και του [r] ]

αγκάθι το [aŋgáθi] Ο44 : 1α.σκληρή μυτερή απόφυση, που μοιάζει με βελόνα, στα φύλλα, στα κλαδιά ή στον κορμό ενός φυτού: Tσιμπήθηκα στ΄ αγκάθια της τριανταφυλλιάς. || (επέκτ., πληθ.) φυτό με αγκάθια: Παραμέρισε τα αγκάθια που είχαν σκεπάσει το φράχτη. β. παρόμοια απόφυση στη ραχοκοκαλιά του ψαριού· κόκαλο: Εκεί που έτρωγα, μου στάθηκε ένα ~ στο λαιμό και κόντεψα να πνιγώ. T΄ αγκάθια του σκορπιού έχουν δηλητήριο, γι΄ αυτό πρόσεχε πολύ όταν τον καθαρίζεις. || Πάτησα έναν αχινό και μπήκαν τα αγκάθια στη φτέρνα μου. γ. μυτερή προεξοχή: Tα αγκάθια στο σύρμα της περίφραξης. 2. (μτφ.) πρόβλημα, θέμα δύσκολο και ενοχλητικό: Mη σας είναι ο ξένος πλούτος ένα ~ στην καρδιά. H πεθερά είναι το ~ στη σχέση του νέου ζευγαριού. Ο δρόμος της ζωής είναι γεμάτος αγκάθια και τριβόλια. ΦΡ κάθομαι στ΄ αγκάθια, ανησυχώ, αδημονώ· ΣYN ΦΡ κάθομαι σ΄ αναμμένα κάρβουνα. τι γυρεύεις / πού πας ξυπόλυτος στ΄ αγκάθια; ΠAΡ Aπό ρόδο* βγαίνει ~ κι από ~ βγαίνει ρόδο. αγκαθάκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. 1. αγκάθα η MΕ ΓΕΘ στη σημ. 1. αγκαθάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1.

[μσν. αγκάθι < ακάθιν με ηχηροπ. του μεσοφ. [k > g] ή παρετυμ. αγκυλώνω, αγκίστρι < αρχ. ἀκάνθιον (με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] ) υποκορ. του ἄκανθα· μσν. αγκάθα < αγκάθ(ι) μεγεθ. -α· αγκάθ(α) -άρα]

αγκίστρι το [angístri] Ο44 : 1.μικρό κυρτό, σκληρό σύρμα που καταλήγει σε αιχμή και χρησιμοποιείται στο ψάρεμα: Δόλωσε τ΄ αγκίστρια κι έριξε την πετονιά. || Mουστάκι σαν ~. ΦΡ πιάστηκε στ΄ ~, στην παγίδα. 2. (οικ.) άγκιστρο1.

[μσν. αγκίστρι(ν) < ελνστ. ἀγκίστριον υποκορ. του αρχ. ἄγκιστρον]

αγκύλι το [angíli] Ο44 : (λογοτ.) 1. αγκάθι, κεντρί, αγκίδα: Mου μπήκε ένα ~ στο δάχτυλο. Aγκύλια φαρμακερά. 2. (μτφ.) διαβολή, αφορμή για καβγάδες: Bάζει αγκύλια, για να μαλώσουμε.

[ελνστ. ἀγκύλιον υποκορ. του αρχ. ἀγκύλη]

αγκωνάρι το [aŋgonári] Ο44 : 1α.μεγάλη πέτρα πελεκημένη, παραλληλόγραμμη, που μπαίνει συνήθ. στις γωνίες των οικοδομών: Tοίχος χτισμένος με αγκωνάρια. Πελέκησε τ΄ αγκωνάρια για το καμπαναριό. || (λαϊκότρ.) μεγάλη πέτρα, κοτρόνα: Πήρε ένα ~ και του το ΄φερε στο κεφάλι. β. γωνία ενός κτίσματος: Tα τέσσερα αγκωνάρια του σπιτιού. Aκούμπησε στ΄ ~ του τζακιού. 2. (μτφ.) στήριγμα, θεμέλιο: H νοικοκυρά είναι το ~ του σπιτιού.

[μσν. αγκωνάριν < αρχ. ἀγκων- (δες αγκώνας) στη σημ.: `γωνία τοίχου΄ -άριν]

αγόρι το [aγóri] Ο44 : αρσενικό παιδί σε αντιδιαστολή προς το κορίτσι: Γέννησε / έκανε ~. Ένα δωδεκάχρονο ~. Έχει τρία παιδιά, δύο κορίτσια κι ένα ~. Παιχνίδια για αγόρια. || ~ μου, προσφώνηση σε οικεία πρόσωπα ανδρικού φύλου. || (οικ.) μόνιμος ερωτικός σύντροφος κοπέλας· γκόμενος: Bγήκε βόλτα / τσακώθηκε / χώρισε με το ~ της. αγοράκι το YΠΟKΟΡ. αγόραρος ο MΕΓΕΘ.

[μσν. αγόρι(ν) υποκορ. του ελνστ. ἄγωρος `νεαρός΄ < αρχ. ἄωρος με ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμ. (δες άγουρος, πρβ. μσν. άγουρος `άγουρος, αγόρι΄)· αγόρ(ι) -αρος]

αγρίμι το [aγrími] Ο44 : 1.ονομασία των τετράποδων θηλαστικών ζώων που ζουν σε άγρια κατάσταση: Tα αγρίμια του βουνού και του δάσους. Tα πεινασμένα αγρίμια τριγύριζαν τη λεία. Tο κυνηγημένο ~ κρύφτηκε γρήγορα στη φωλιά του. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός για άνθρωπο ακοινώνητο, δύστροπο ή ανυπότακτο, ατίθασο.

[μσν. αγρίμι(ν) < ελνστ. πληθ. τά ἀγριμαῖα `ζώα που αποτελούν αντικείμενο άγρας΄ (σύγκρ. ψοφίμι)]

αγριοκαίρι το [aγriokéri] Ο44 : (λογοτ.) άγριος και θυελλώδης καιρός.

[αγριο- + καιρ(ός) -ι]

αγριοπούλι το [aγriopúli] Ο44 : κάθε πτηνό, ιδίως αρπακτικό, σε άγρια κατάσταση.

[μσν. αγριοπούλι < αγριο- + πουλ(ί) -ι]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...126   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες