Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
153 εγγραφές [131 - 140] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσαρδί το [tsarδí] Ο43 : (οικ.) καλύβι ή υπόστεγο σκεπασμένο με κλαδιά, άχυρο ή καλάμια. || (επέκτ.) πρόχειρα φτιαγμένο σπιτάκι: Έστησε το ~ του κοντά στη θάλασσα.
τσαρδάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. çardak -ι που θεωρήθηκε υποκορ.: τσαρδ(άκι) -ι (αναδρ. σχημ.)]
- τσατί το [tsatí] Ο43 : (λαϊκότρ.) ο ξύλινος σκελετός της στέγης και ο χώρος που σχηματίζεται μετά την κάλυψη της στέγης.
[τουρκ. çatι]
- τσιβί το [tsiví] Ο43 : (οικ.) 1. ξύλινο καρφί. 2. (μτφ.) για κτ. πολύ ενοχλητικό, δυσάρεστο ή δύσκολο.
[τουρκ. çivi (στη σημ. 1)]
- τσιτσί το [tsitsí] Ο43 : (παιδ.) κρέας.
[λ. νηπιακή (πρβ. ιταλ. ciccia, cicci ίδ. σημ., αρχ. τιτθός `μαστός΄)]
- τσουλί το [tsulí] Ο43 : τσούλα, νεαρής συνήθ. ηλικίας.
τσουλάκι το YΠΟKΟΡ. [τσούλ(α) υποκορ. -ί]
- τσουνί το [tsuní] Ο43 : (λαϊκότρ.) 1. κοτσάνι. 2. για κτ. που μοιάζει στο σχήμα με κοτσάνι. 3. (παιδ.) το πέος.
[ίσως < αρχ. *κυνίον `σκυλάκι΄ (υποκορ. του κύων) ή < αλβ. tşuni `το αγόρι΄ (από το χαρακτηριστικό του φύλου του σε αντίθεση με το κορίτσι)]
- τυρί το [tirí] Ο43 : τρόφιμο που παρασκευάζεται από γάλα που έχει πήξει και που στη συνέχεια παθαίνει ζυμώσεις στα διάφορα στάδια της παρασκευής του: Mαλακά τυριά, φέτα, τελεμές, μανούρι κτλ. Σκληρά τυριά, κεφαλοτύρι, κασέρι κτλ. Xλωρό ~, που το έπηξαν πρόσφατα. Ένα κεφάλι ~. Ψωμί και ~, ψωμοτύρι. || (ειδικότ.) τυρί φέτα. || (προφ.) ως ειρωνική απάντηση σε ερώτηση που περιέχει τη λέξη “τι” και που γίνεται συνήθως επίμονα.
τυράκι το YΠΟKΟΡ 1. Έφαγα λίγο ψωμάκι με ~. 2. τυρί σε ατομική συσκευασία. [μσν. τυρί(ν) < αρχ. τυρίον υποκορ. της λ. τυρός]
- υνί το [iní] Ο43 : μεταλλικό εξάρτημα του αρότρου, αιχμηρή μεταλλική πλάκα: Tο ~ χώθηκε βαθιά μέσα στο χώμα.
[μσν. *υνίον < ελνστ. ὕν(ιον) -ίον υποκορ. του ελνστ. ὕνις ἡ]
- φαγγρί το [fagrí] Ο43 : ψάρι συγγενικό της συναγρίδας, χρυσοκόκκινο με μπλε στίγματα και με νόστιμο κρέας.
[μσν. φαγγρί < *φαγρίον υποκορ. του αρχ. φάγρος ὁ (μσν. [γ > g] ίσως από επίδρ. του υστλατ. pagrus < αρχ. φάγρος)]
- φαρί το [farí] Ο43 : (λογοτ.) άλογο πολεμικό ή ιππασίας (σε αντίθεση με το υποζύγιο): Ήρθε καβάλα πάνω σε άσπρο ~.
[μσν. φαρίν (από τα αραβ.)]