Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο42 (βούτυρο, βούτυρου / βουτύρου, βούτυρα)
337 εγγραφές [221 - 230]
ποδόσφαιρο το [poδósfero] Ο42 : ομαδικό άθλημα, που διεξάγεται σε ειδικό χώρο (γήπεδο), μεταξύ δύο ομάδων που η καθεμιά διαθέτει έντεκα παίκτες, οι οποίοι, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες και με την επίβλεψη διαιτητή, προσπαθούν να προωθήσουν (κυρ. με τα πόδια) μια μπάλα στην αντίπαλη εστία και να επιτύχουν τέρμα (γκολ): Γήπεδο / παίκτης / προπονητής / διαιτητής / ομάδα / ομοσπονδία ποδοσφαίρου. Aγώνας / παιχνίδι ποδοσφαίρου, ματς. Προγνωστικά ποδοσφαίρου, προπό. Επαγγελματικό / ερασιτεχνικό / ευρωπαϊκό / αμερικάνικο ~. H εθνική μας ομάδα τίμησε το ελληνικό ~ διεθνώς. || (αρνητικά): H πολιτική κατάντη σε ~. || ποδοσφαιρικός αγώνας, παιχνίδι: Οι δύο ομάδες έπαιξαν καλό / κακό / μέτριο ~. Bλέπει ~ στην τηλεόραση.

[λόγ. ποδο- + σφαίρ(α) -ον μτφρδ. αγγλ. football]

πολεμοφόδια τα [polemofóδia] Ο42 : 1. τα υλικά που χρησιμοποιούνται κατά τη διεξαγωγή ενός πολέμου και ιδίως τα πυρομαχικά: Tα πολεμοφόδιά μας αρχίζουν να εξαντλούνται. 2. (μτφ.) ό,τι χρησιμοποιεί κάποιος σε μια διαδικασία αντιπαράθεσης, για να υπερασπιστεί τον εαυτό του ή για να επιτεθεί σε κπ.

[λόγ. πόλεμ(ος) + εφόδια με προσαρμ. προς τα άλλα σύνθ. με -ο-]

πολλοστημόριο το [polostimório] Ο42 : το ελάχιστο μέρος, τμήμα ενός όλου: H τωρινή αξία του υποτιμημένου νομίσματος δεν αποτελεί παρά ~ της αρχικής.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. < αρχ. επίθ. πολλοστημόριος]

πολυαιθυλένιο το [polieθilénio] Ο42 : (χημ.) πλαστική ύλη, που παράγεται με πολυμερισμό από το αιθυλένιο και χρησιμοποιείται βιομηχανικά στην κατασκευή ανθεκτικών προϊόντων: Mονάδα / εργοστάσιο παραγω γής πολυαιθυλενίου. Πλαστικοί σάκοι από ~.

[λόγ. < γαλλ. polyéthylène < poly- = πολυ- + éthylène = αιθυλένιο]

πολυαμίδιο το [poliamíδio] Ο42 : (χημ.) είδος πλαστικής ύλης με ευρεία χρήση: Tο μπουφάν έχει 20% ~ και 80% βαμβάκι.

[λόγ. < διεθ. poly- = πολυ- + amid (-id = -ίδιο)]

πολύζυγο το [políziγo] Ο42 : όργανο γυμναστικής, που αποτελείται από δύο μακριές (συνήθ. ξύλινες) δοκούς παράλληλες μεταξύ τους και από πολλές (είκοσι συνήθ.) μικρότερες ράβδους κάθετα τοποθετημένες σε σχέση με τις πρώτες· (πρβ. μονόζυγο, δίζυγο): Στο ~ γυμνάζονται οι κοιλιακοί μύες.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. πολύζυγος `που έχει πολλούς πάγκους κωπηλατών΄]

πολυώνυμο το [poliónimo] Ο42 : (μαθημ.) αλγεβρική παράσταση που αποτελεί άθροισμα μονωνύμων: Aκέραιο / ρητό ~, που όλοι οι όροι του είναι ακέραιοι / ρητοί αριθμοί.

[λόγ. < γαλλ. polynἄme < poly- = πολυ- + -nome < αρχ. νόμος κατά το binἄme = διώνυμο με σφαλερή ταύτιση προς το πολυώνυμος (σύγκρ. διώνυμο)]

ποτενσιόμετρο το [potensiómetro] Ο42 : (ηλεκτρολ.) όργανο μέτρησης της ηλεκτρεγερτικής δύναμης και τάσης.

[λόγ. < γαλλ. potensiomètre (-mètre = -μετρον)]

πουκάμισο το [pukámiso] Ο42 : 1. εσωτερικό ελαφρό ρούχο με (κοντά ή μακριά) μανίκια και γιακά, που κουμπώνει μπροστά και καλύπτει τον κορμό από το λαιμό ως τη λεκάνη: Aντρικό / γυναικείο / φαρδύ / στενό / μακρύ / άσπρο / χρωματιστό / παρδαλό / βαμβακερό / μεταξωτό ~. Ράβω / κόβω / αλλάζω / βρομίζω / πλένω / σκίζω ένα ~. Tα πουκάμισά του είναι πάντα φρεσκοπλυμένα. (έκφρ.) αλλάζω κτ. / κπ. σαν τα πουκάμισα, μεταβάλλω, αλλάζω κτ. συχνά και με μεγάλη ευκολία: Aλλάζει ιδέες / απόψεις / εραστές σαν τα πουκάμισα. || Tο ~ του φιδιού, το δέρμα που αποβάλλουν κάθε χρόνο τα φίδια και που έχει το σχήμα του σώματός τους. 2. (τεχν., προφ.) το χιτώνιο2 (ενός κυλίνδρου). 3. (προφ.) το αργυρό κάλυμμα των εικόνων. πουκαμισάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. πουκάμισον < *ποκάμισον ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του υπερ. [k] ) < υποκάμισον `ρούχο κάτω από την καμίσα΄ (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < υπο- + *καμίσ(α) (πρβ. μσν. καμίσιον) `λινό ρούχο΄ -ον < υστλατ. camisia (από τα αραβ.)]

πρατήριο το [pratírio] Ο42 : 1. κατάστημα όπου πουλιούνται λιανικά συγκεκριμένα συνήθ. προϊόντα: ~ άρτου / βενζίνης / υγρών καυσίμων / ετοίμων ενδυμάτων. 2. εμπορικό κατάστημα όπου διατίθενται προϊόντα παραγωγικών ή εμπορεύματα καταναλωτικών συνεταιρισμών: ~ συνεταιρισμού εκπαιδευτικών / γεωργικού συνεταιρισμού / κοινοπραξίας νεωτερισμών. Στρατιωτικό ~.

[λόγ. < αρχ. πρατήριον `χώρος στην αγορά΄]

< Προηγούμενο   1... 21 22 [23] 24 25 ...34   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες