Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
988 εγγραφές [941 - 950] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χαμπουργκεράδικο το [xamburgeráδiko] Ο41 : (προφ.) κατάστημα που πουλάει χάμπουργκερ.
[χάμπουργκερ -άδικο]
- χάπατο το [xápato] Ο41 : (λαϊκ.) κορόιδο: Tι ~ είναι αυτός!
[ίσως τουρκ. *hapat -ο < kapat `αποκτώ με τέχνασμα΄]
- χάρβαλο το [xárvalo] Ο41 : (προφ., μειωτ.) ερείπιο. α. για κτ. που είναι ερειπωμένο· σαράβαλο: Tο σπίτι είναι ~. β. για άνθρωπο πολύ γερασμένο και εξαντλημένο: ~ κατάντησε ο γέρος.
[μσν. χάρβαλον ίσως < *χάραβλον (με μετάθ. του φων. από επίδρ. του [r] ) < *χάλαβρον (αντιμετάθ. των υγρών [l-r > r-l] ) < αρχ. *χαλαβρός (τ. παράλλ. του αρχ. χαλαρός)]
- χαρουπάλευρο το [xarupálevro] Ο41 : σκόνη από χαρούπια, σαν αλεύρι, που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική.
[χαρούπ(ι) + αλεύρ(ι) -ο]
- χαρτοβασίλειο το [xartovasílio] Ο41 : (ειρ., μειωτ.) α. γραφειοκρατία. β. κράτος όπου βασιλεύει η γραφειοκρατία.
[λόγ. χαρτο- 1 + βασίλειον]
- χαρτομάντιλο το [xartomándilo] Ο41 : μαντίλι για τη μύτη από μαλακό και απορροφητικό χαρτί.
[χαρτο- 1 + μαντίλ(ι) -ο]
- χαρτόμουτρο το [xartómutro] Ο41 : (μειωτ.) μανιώδης ή και επαγγελματίας χαρτοπαίκτης: Aυτός / αυτή είναι μεγάλο ~.
[χαρτο- 1 + μούτρο]
- χασαπομάχαιρο το [xasapomáxero] Ο41 : μεγάλο μαχαίρι κατάλληλο για να κόβει κάποιος το κρέας.
[χασάπ(ης) -ο- + μαχαίρ(ι) -ο]
- χασαπόχαρτο το [xasapóxarto] Ο41 : είδος χοντρού χαρτιού με το οποίο τυλίγουν το κρέας στα κρεοπωλεία.
[χασάπ(ης) -ο- + χαρτ(ί) -ο]
- χάχανο το [xáxano] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : (οικ.) δυνατό γέλιο, συνήθ. χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος: Mέσα από την ταβέρνα ακούγονταν γέλια και χάχανα.
[μσν. χάχανον < χα χα (ηχομιμ.)]