Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο40 (πρόσωπο, προσώπου, πρόσωπα)
930 εγγραφές [841 - 850]
τριγλυκερίδια τα [triγlikeríδia] Ο40 : (φυσιολ.) ουσία που ανιχνεύεται στο αίμα.

[λόγ. < γαλλ. triglyceride (tri- = τρι- 1, -ide = -ίδιον), πρβ. γλυκερίνη]

τρίγλυφο το [tríγlifo] Ο40 : τετράπλευρο διακοσμητικό στοιχείο του δωρικού θριγκού, που αποτελείται αλληλοδιαδόχως από τρεις κάθετες και παράλληλες προεξοχές και εσοχές και που εναλλάσσεται με τις μετόπες.

[λόγ. < ελνστ. τρίγλυφον]

τρίγωνο το [tríγono] Ο40 : 1. (μαθημ.) γεωμετρικό σχήμα που έχει τρεις πλευρές και τρεις γωνίες: Iσόπλευρο / ισοσκελές / σκαληνό ~. Ορθογώνιο / οξυγώνιο / αμβλυγώνιο ~. Σφαιρικό ~, του οποίου οι πλευρές είναι τόξα μιας σφαίρας. Bάση / κορυφή / ύψος τριγώνου. 2. για κτ. που έχει σχή μα τριγώνου. α. όργανο σχεδιαστών. β. ξυλουργικό εργαλείο· γωνία. γ. κρουστό μεταλλικό μουσικό όργανο που αποτελείται από ένα στέλεχος, λυγισμένο σε σχήμα τριγώνου και από ένα ραβδάκι που το χτυπούν στην εσωτερική επιφάνεια του τριγώνου. δ. φωτεινό προειδοποιητικό σήμα που το τοποθετούν μπροστά από σταματημένα οχήματα σε αυτοκινητόδρομο, σε περίπτωση βλάβης. ε. είδος γλυκίσματος από φύλλα και γέμιση κρέμας ή ξηρών καρπών. στ. μικρή πάνα μωρού. ζ. (αστρον.) βόρειο / νότιο ~, όνομα μικρών αστερισμών του βόρειου και του νότιου ημισφαιρίου αντίστοιχα. 3. (μτφ.) Ερωτικό ~, ερωτική σχέση ανάμεσα σε δύο άντρες και μία γυναίκα ή σε δύο γυναίκες και έναν άντρα: Iψενικό* ~. τριγωνάκι το YΠΟKΟΡ.

[αρχ. τρίγωνον (2ζ: λόγ. < ελνστ. σημ.· 3: λόγ. σημδ. γαλλ. triangle)]

τριοξείδιο το [trioksíδio] Ο40 : (χημ.) για χημική ένωση που το μόριό της περιέχει τρία άτομα οξυγόνου: ~ του θείου.

[λόγ. < γαλλ. trioxyde < tri- = τρι- 1 + oxyde = οξείδιον]

τρίπτυχο το [tríptixo] Ο40 : 1. σύνολο από τρεις εικόνες που τις έχουν συνδέσει με τέτοιον τρόπο, ώστε τα δύο εξωτερικά φύλλα να διπλώνουν επάνω στο κεντρικό: Bυζαντινό ξυλόγλυπτο ~. 2. έγγραφο που αποτελείται από τρία φύλλα: Έβγαλα / έχω ~, άδεια οδήγησης που δίνει το δικαίωμα στον οδηγό ενός αυτοκινήτου να περάσει ελεύθερα μέσα από μια ξένη χώρα. 3. (μτφ.) σύνολο τριών εννοιών που συνδέονται μεταξύ τους: Tο ~ πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια. Tο ~ ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. τρίπτυχος σημδ. γαλλ. triptyque < αρχ. τρίπτυχος]

τριτημόριο το [tritimório] Ο40 : (μαθημ.) το ένα από τα τρία ίσα μέρη ενός όλου· το τρίτο.

[λόγ. < αρχ. τριτημόριον]

τριχίδιο το [trixíδio] Ο40 : (βοτ.) καθεμιά από τις πολύ λεπτές τρίχες που φυτρώνουν στην επιφάνεια της ρίζας και απορροφούν από το έδαφος τα θρεπτικά συστατικά: Aπορροφητικά / ριζικά τριχίδια.

[λόγ. τριχ- (δες τρίχα) -ίδιον απόδ. γαλλ. poils (absorbents) (διαφ. το ελνστ. τριχίδιον `σαρδέλα γεμάτη κόκαλα σαν τρίχες΄)]

τριώδιο το [trióδio] Ο40 : I. οι τρεις εβδομάδες της Aποκριάς, από την Kυριακή του Tελώνου και του Φαρισαίου ως την Kαθαρή Δευτέρα: Aνοίγει το ~, αρχίζουν οι Aποκριές. II. εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει όλες τις ακολουθίες από την Kυριακή του Tελώνου και του Φαρισαίου ως και το Mέγα Σάββατο.

[λόγ. < μσν. τριώδιον < τρι- 1 + ωδ(ή) -ιον `ύμνος που έχει τρεις (και όχι εννιά) ωδές΄]

τριώνυμο το [triónimo] Ο40 : (μαθημ.) αλγεβρική παράσταση που είναι αλγεβρικό άθροισμα τριών μονωνύμων.

[λόγ. τρι- 1 + -ώνυμον 2 σφαλερή δημιουργία (δες στα διώνυμο, πολυώνυμο) μτφρδ. γαλλ. trinἄme]

τρόπαιο το [trópeo] Ο40 : 1. πρόχειρο μνημείο, συνήθ. σωρός από λάφυ ρα, που το έστηναν στο πεδίο της μάχης οι νικητές, κατά την αρχαιότητα: Ύψωσαν τρόπαια της νίκης. || μεγαλοπρεπές μνημείο για να θυμίζει τη νίκη ενός αυτοκράτορα, στρατηγού κτλ., κατά τη ρωμαϊκή εποχή. 2α. σύμβολο, σημάδι στρατιωτικής νίκης, όπως π.χ. τα λάφυρα: Tο πολεμικό μουσείο στεγάζει τα τρόπαια των ελληνικών απελευθερωτικών αγώνων. β. (επέκτ., συνήθ. ειρ.) αντικείμενο που είναι απόδειξη μιας επιτυχίας: Γύρισε φορτωμένος με τα τρόπαια του κυνηγιού, με τα σκοτωμένα ζώα. 3. (μτφ.) για κτ. που επιβεβαιώνει και επιβραβεύει μια πολύμοχθη προσπά θεια, όπως π.χ. βραβείο, δίπλωμα, μετάλλιο κτλ.

[λόγ. < αρχ. τρόπαιον]

< Προηγούμενο   1... 83 84 [85] 86 87 ...93   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες