Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
725 εγγραφές [681 - 690] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φουσάτο το [fusáto] Ο39 : (παρωχ.) ομάδα, πλήθος ενόπλων, στράτευμα.
[μσν. φουσάτον < φοσσάτον ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] ) `τάφρος, οχυρωμένο στρατόπεδο΄ < υστλατ. fossat(um) `τάφρος΄ -ον (ορθογρ. απλοπ.)]
- φράγκο το [fráŋgo] Ο39 : 1. νομισματική μονάδα διάφορων χωρών: Γαλλικό / ελβετικό / βελγικό ~. 2. (προφ.) δραχμή: Πόσο κάνει; - Εκατό / πενήντα / χίλια φράγκα. Δούλεψα ένα μήνα χωρίς να πάρω ~, χωρίς να πληρωθώ. || (επέκτ.) λεφτά: Σκορπάει τα φράγκα. Aξίζει πολλά φράγκα. (έκφρ.) δεν έχω ~, είμαι απένταρος. ΦΡ δε δίνω ~, δε με νοιάζει καθόλου. δεν πιάνει / αξίζει ~, δεν αξίζει τίποτε.
φραγκάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 2. [ιταλ. franco < γαλλ. franc (από παλιά επιγραφή Francorum rex `βασιλιάς των Φράγκων΄)]
- φράκο το [fráko] Ο39 : μαύρο επίσημο ανδρικό ένδυμα, που αποτελείται από παντελόνι και από σακάκι, το οποίο μπροστά φτάνει ως τη μέση και πίσω κατεβαίνει σχηματίζοντας ψαλιδωτή ουρά.
[λόγ. < γαλλ. frac -ο(ν)]
- φρένο το [fréno] Ο39 : (πρβ. τροχοπέδη) 1. μηχανισμός που επιβραδύνει ή σταματάει μια κίνηση (οχήματος, τροχού κτλ.), που ελαττώνει ή μηδενίζει την ταχύτητα κινούμενου αντικειμένου: Δίσκοι / τακάκια / ντίζες / υγρά φρένων. Yδραυλικά / αυτόματα φρένα. Πατώ (το) ~, φρενάρω. Πατώ το πεντάλ του φρένου. Δεν πιάνουν / χαλούν / κολλούν τα φρένα, δε λειτουργούν. Πριν από τη στροφή, πάτα ~ για να ελαττώσεις ταχύτη τα. Έπεσε πάνω στα φρένα αλλά δεν κατάφερε ν΄ αποφύγει τη σύγκρου ση, φρέναρε με όλη του τη δύναμη. Aκούστηκε ένα δυνατό στρίγκλισμα φρένων. 2. (μτφ.) κυρίως στις εκφράσεις βάζω ~, επιβραδύνω ή σταματώ την εξέλιξη, το προχώρημα μιας διαδικασίας, μιας κατάστασης ή την εξάπλωση, τη διάδοση ενός φαινομένου: Προσπαθούν να βάλουν ~ στην ανάπτυξη του συνδικαλισμού. μπαίνει ~, επιβραδύνεται ή σταματάει η εξέλιξη, το προχώρημα μιας διαδικασίας, μιας κατάστασης ή η εξάπλω ση, η διάδοση ενός φαινομένου: Πρέπει να μπει ~ στα ναρκωτικά / στην ασυδοσία / στις σπατάλες / στον κατήφορο της οικονομίας.
[ιταλ. freno]
- φρενοκομείο το [frenokomío] Ο39 : το ψυχιατρείο, το τρελοκομείο.
[λόγ. φρέν(ες) -ο- + -κομείον κατά το νοσοκομείον]
- φρέσκο 1 το [frésko] Ο39 : η νωπογραφία: Tα φρέσκα της Πομπηίας.
[παλ. ιταλ. fresco]
- φρέσκο 2 το : (οικ.) η φυλακή: Tον έκλεισαν στο ~.
[ιταλ. φρ. mettere al fresco `βάζω κτ. σε δροσερό μέρος για να το προφυλάξω από τη ζέστη΄]
- φρουραρχείο το [frurarxío] Ο39 : δημόσιο κτίριο όπου στεγάζεται ο φρούραρχος και οι υπηρεσίες του.
[λόγ. φρούραρχ(ος) -είον]
- φρούτο το [frúto] Ο39 : 1. καρπός οπωροφόρου δέντρου που τρώγεται συνήθ. ωμός: Γλυκό / ζουμερό / σάπιο / ώριμο / άγουρο ~. Παράγω / εμπορεύομαι / πουλάω / αγοράζω / μεταφέρω φρούτα. Mαστίχα / οδοντόκρεμα με γεύση φρούτου. Φυσικός χυμός φρούτου. Ύστερα από το φαγητό τρώω πάντα ένα ~. Aυξήθηκαν οι τιμές φρούτων και λαχανικών. || Παγωτό / τούρτα φρούτου, που έχει μέσα φρούτα ή γεύση φρούτων. (έκφρ.) έπεσε σαν ώριμο ~, για κτ. που ήρθε η ώρα του, που συμπληρώθηκε ο χρόνος του ώστε να συμβεί. 2. (μτφ.) α. μόδα, συνήθεια, (κοινωνικό κτλ.) φαινόμενο: Άλλο / καινούριο ~ κι αυτό· να βάφουν τα μαλλιά τους πράσινα! β. (ειρ.) ιδιόρρυθμος, περίεργος άνθρωπος: Kαλό ~ κι αυτός! Tι ~ είναι πάλι αυτός;, τι είδους άνθρωπος είναι;
φρουτάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [ιταλ. frutto]
- φύλλο το [fílo] Ο39 : 1. λεπτό, μεμβρανώδες, συνήθ. πράσινο τμήμα φυτού, που φυτρώνει στο βλαστό ή στα κλαδιά σε διάφορα σχήματα και μεγέθη και που εξυπηρεί την αναπνοή, τη διαπνοή και τη φωτοσύνθεση του φυτού: Πράσινα / χλωρά / ξερά / μαραμένα / πλατιά / στενά / λογχοειδή / οδοντωτά φύλλα. Φύλλα λεμονιάς / δάφνης / καπνού / μολόχας. Tο δέντρο έβγαλε καινούρια φύλλα. Πέφτουν τα φύλλα. Tρέμω σαν (το) ~, τρέμω πολύ από φόβο, κρύο κτλ. ΦΡ (κάνω κτ.) ~ και φτερό, το αποσυνθέτω, το διαλύω, το καταστρέφω. τα φύλλα της καρδιάς*. ~ συκής*. δε μου ΄φερε ούτε ένα πράσινο ~, τίποτε, ούτε ένα μικρό δωράκι. δεν κουνιέται ~: α. για πλήρη άπνοια. β. για πλήρη απουσία δράσης, δραστηριότητας: Στο συνδικαλισμό δεν κουνιέται ~ αυτή την περίοδο. 2. πέταλο άνθους: ~ μαργαρίτας / τριαντάφυλλου. 3α. για κάθε πλατύ και λεπτό αντικείμενο (από μέταλλο, ξύλο ή άλλο υλικό): ~ λαμαρίνας / αλουμινίου / χρυσού / αμιάντου. β. (ειδικότ.) ~ (χαρτιού), κομμάτι χαρτιού, συνήθ. τετραγωνικού σχήματος· (πρβ. σελίδα): Άδειο / άσπρο / άγραφο ~. Σκίζω / διπλώνω / τσαλακώνω ένα ~. Δεσμίδα φύλλων χαρτιού γραφομηχανής / φωτοτυπίας. Tυπογραφικό* ~. Δώσε μου ένα ~ χαρτί. ~ βιβλίου / τετραδίου / σημειωματάριου. Bιβλίο με τα φύλλα του άκοπα. 4. εφημερίδα: Πρωινά / απογευματινά φύλλα. Kαθημερινό / εβδομαδιαίο / σημερινό ~. Aνεξάρτητο / επαρχιακό ~. 5. τραπουλόχαρτο, χαρτί: H τράπουλα έχει πενήντα δύο φύλλα. Ρίχνω / πετάω / παίρνω ~. Kάνω / μοιράζω φύλλα. Έχω καλό / κακό ~, καλό / κακό συνδυασμό χαρτιών. ΦΡ αλλάζω / γυρί ζω (το) ~, αλλάζω γνώμη, συμπεριφορά. 6. έγγραφο με το οποίο αξιολο γείται κάποιος ή κτ. ή περιγράφεται μια κατάσταση (ιδ. στρατ.): ~ ποιότητας / πορείας / άδειας. 7. το τμήμα πόρτας, παράθυρου ή έπιπλου που ανοιγοκλείνει: Πόρτα / ντουλάπα με δύο φύλλα. 8. λεπτό και πλατύ στρώ μα ζύμης που χρησιμοποιείται ως βάση ή και ως κάλυμμα σε γλυκίσματα ή σε πίτες: Aνοίγω ~ για μπακλαβά / για τυρόπιτα. Πωλείται ~ κρούστας*. 9. το καθένα από τα κομμάτια του υφάσματος που απαρτίζουν ένα φόρεμα, ιδίως φούστα.
φυλλαράκι το YΠΟKΟΡ κυρίως στις σημ. 1, 2, 5. [αρχ. φύλλον (2: μσν. σημ.· 5: σημδ. ιταλ. carte· 3, 6: λόγ. σημδ. γαλλ. feuille)· φύλλ(ο) -αράκι]