Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
725 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεμοπλάνο το [anemopláno] Ο39 : είδος αεροπλάνου χωρίς κινητήρα· ανεμόπτερο: Σήμερα τ΄ ανεμοπλάνα χρησιμοποιούνται για εκπαιδευτικούς σκοπούς.
[λόγ. ανεμο-1 + -πλάνον κατά το αεροπλάνον]
- ανθοδοχείο το [anθoδoxío] Ο39 : δοχείο στο οποίο τοποθετούνται διακοσμητικά λουλούδια· βάζο: Στο ~ υπήρχαν φρεσκοκομμένα, ευωδιαστά λουλούδια.
[λόγ. ανθο- + δοχείον μτφρδ. γαλλ. vase / pot à fleurs]
- ανθοκομείο το [anθokomío] Ο39 : ο ανθόκηπος.
[λόγ. ανθοκόμ(ος) -είον]
- ανθοπωλείο το [anθopolío] Ο39 : το κατάστημα όπου πουλιούνται λουλούδια και διακοσμητικά φυτά.
[λόγ. ανθοπώλ(ης) -είον]
- ανθρακωρυχείο το [anθrakorixío] Ο39 : ορυχείο από όπου εξάγονται ορυκτοί άνθρακες (γαιάνθρακες, λιθάνθρακες, λιγνίτης κ.ά.): Εργάτες που δουλεύουν σε ανθρακωρυχεία.
[λόγ. ανθρακ(ο)- + -ωρυχείον]
- αντήλιο το [andílo] Ο39 (χωρίς πληθ.) : ό,τι βάζει κανείς στο μέτωπο πάνω από τα μάτια του για να τα προστατεύσει από τη λάμψη του ήλιου, ιδίως όταν προσπαθεί να δει καλύτερα σε μακρινή απόσταση: Έβαλε το χέρι / την παλάμη του ~ και κοίταξε με προσοχή.
[μσν. αντήλιον ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. ἀντήλιος `απέναντι στον ήλιο΄]
- αντηχείο το [andixío] Ο39 : (φυσ.) το ηχείο.
[λόγ. αντηχ(ώ) -είον μτφρδ. αγγλ. resonator]
- αντιγόνο το [andiγóno] Ο39 : (βιολ.) κάθε ουσία που δημιουργεί αντισώματα στον οργανισμό.
[λόγ. αντι- + γόν(ος) -ον μτφρδ. γαλλ. antigène < anti- αντι- + -gène = -γόνον (διαφ. το ελνστ. ἀντίγονον `είδος βότανου΄)]
- άντρο το [ándro] Ο39 : 1.φυσικό κοίλωμα σε βράχο, κυρίως όταν χρησιμοποιείται ως κατοικία άγριων ζώων. 2. (μτφ.) τόπος όπου βρίσκουν καταφύγιο κακοποιοί: Δύσβατη περιοχή / απομονωμένο σπίτι που έχει γίνει ~ ληστών / τρομοκρατών. || μέρος όπου συχνάζουν ύποπτα ή ανήθικα άτομα: Ορισμένα νυχτερινά κέντρα έχουν μετατραπεί σε άντρα ακολασίας. 3. (ανατ.) ονομασία ορισμένων κοιλωμάτων του σώματος: Mαστοειδές / ιγμόρειο ~.
[λόγ.: 1: αρχ. ἄντρον `σπηλιά΄· 2, 3: σημδ. γαλλ. antre (στις νέες σημ.) < λατ. antrum < αρχ. ἄντρον]
- απευθυσμένο το [apefθizméno] Ο39 : (ανατ.) το τελευταίο τμήμα του παχέος εντέρου.
[λόγ. < ελνστ. ἀπευθυσμένον (ενν. ἔντερον)]