Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
96 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οπτόπλινθος η [optóplinθos] Ο36 : (λόγ.) τούβλο.
[λόγ. οπτ(ός) -ο- + πλίνθος με βάση την αρχ. φρ. πλίνθοι ὀπταί (σύγκρ. ελνστ. ὀπτόπλινθα τά)]
- Παμμακάριστος η [pamakáristos] Ο36 : ως προσωνύμιο της Θεοτόκου επειδή είναι σε όλα μακάρια, πανευτυχής: Ο ναός της Παμμακαρίστου.
[λόγ. < ελνστ. παμμακάριστος]
- Πανάχραντος η [panáxrandos] Ο36 : ως προσωνυμία της Θεοτόκου, που είναι εντελώς αμόλυντη, άσπιλη, αγνή.
[λόγ. < ελνστ. πανάχραντος]
- πανσέληνος η [pansélinos] Ο36 : η σελήνη όταν φαίνεται από τη γη σαν ένας τέλειος φωτεινός δίσκος: Πότε έχουμε / έχει πανσέληνο; Aπόψε είναι ~.
[λόγ. < αρχ. πανσέληνος]
- παράγραφος η [paráγrafos] Ο36 : 1. τμήμα πεζού λόγου που συνιστά μια σχετικά εκτεταμένη και νοηματικά αυτοτελή ενότητα, η οποία αποτελείται από μία ή περισσότερες περιόδους, αρχίζει πάντοτε με καινούριο στίχο και γράφεται ή τυπώνεται συνήθ. λίγο πιο μέσα (δεξιότερα) από το αριστερό περιθώριο: Aνοίγω / αρχίζω παράγραφο. Tο κείμενο αποτελείται από τρεις παραγράφους. H ~ σημειώνεται με το σύμβολο Λ. Εσοχή παραγράφου. (έκφρ.) αυτό είναι άλλη ~, τελείως διαφορετικό ζήτημα, άσχετο με το συζητούμενο θέμα. 2. τμήμα, υποδιαίρεση ορισμένων ειδικών κειμένων (νόμων, διατάξεων κτλ.), συνήθ. με αρίθμηση: H ~ 3 του νόμου. H δεύτερη ~ του άρθρου 5 του Συντάγματος.
[λόγ. < ελνστ. παράγραφος (ενν. γραμμή) `παύλα στο περιθώριο που έδειχνε την εναλλα γή του διαλόγου σε θεατρικό κείμενο΄ σημδ. γαλλ. paragraphe < υστλατ. paragraphus (στη νέα σημ.) < ελνστ. παράγραφος]
- παράγωγος η [paráγoγos] Ο36 : (μαθημ.) ~ (συνάρτησης), το όριο προς το οποίο τείνει ο λόγος της μεταβολής της συνάρτησης προς τη μεταβολή μιας ανεξάρτητης μεταβλητής.
[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. παράγωγος]
- παρακαμπτήριος η [parakamptírios] Ο36 : α. τμήμα δευτερεύοντος δρόμου, που χρησιμοποιείται όταν στο αντίστοιχο τμήμα του κύριου δρόμου διακόπτεται προσωρινά η κυκλοφορία: Πήραμε μια παρακαμπτήριο για ν΄ αποφύγουμε να διασχίσουμε την πόλη. β. δευτερεύουσα σιδηροδρομική γραμμή δίπλα στην κύρια, που χρησιμοποιείται για διασταυρώσεις ή ελιγμούς αμαξοστοιχιών.
[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. παρακαμπτήριος]
- παράμετρος η [parámetros] Ο36 : καθένα από τα επί μέρους στοιχεία, τους συντελεστές, τους παράγοντες που προσδιορίζουν, επηρεάζουν ή διαμορφώνουν τα χαρακτηριστικά ή τη συμπεριφορά ενός συστήματος: H ατμόσφαιρα προσδιορίζεται από τις παραμέτρους της θερμοκρασίας, της πίεσης και της πυκνότητας. Kατά τη μελέτη του θέματος εξετάστηκαν όλες οι παράμετροι· οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και ψυχολογικές. || (μαθημ.) σταθερά μιας συνάρτησης, η οποία (σταθερά) παίρνοντας διάφορες τιμές παράγει σειρά νέων συναρτήσεων. || (στατ.) μετρήσιμο μέγεθος που επιτρέπει την παράσταση των κύριων χαρακτηριστικών ενός στατιστικού συνόλου με απλό και σύντομο τρόπο: H ~ της πληθυσμιακής αύξησης / της παραγωγικότητας.
[λόγ. < γαλλ. paramètre (αρσ.) < para- = παρα- 1 + -mètre < αρχ. μέτρ(ον) -ος, θηλ. κατά τα περίμε τρος, διάμετρος για να δείχνει πιο λόγ.]
- πάροδος 1 η [pároδos] Ο36 : I. μικρός δευτερεύων δρόμος που οδηγεί σε άλλο μεγαλύτερο και κυριότερο: Λίγο πριν φτάσει στο τέρμα έστριψε σε μια πάροδο και χάθηκε. II. καθεμία από τις δύο πλάγιες εισόδους στην ορχήστρα αρχαίου θεάτρου και συνεκδοχικά η πρώτη είσοδος του χορού στην ορχήστρα καθώς και το πρώτο χορικό άσμα που έψαλλε ο χορός κατά την είσοδό του από την πάροδο.
[λόγ. < αρχ. πάροδος]
- πάροδος 2 η : (λόγ.) για χρόνο, η παρέλευση, το πέρασμα: Mε την πάροδο του χρόνου / των ετών όλα θα ξεχαστούν. Mετά πάροδο είκοσι μηνών
(έκφρ.) (ειρήσθω) εν παρόδω, παρεμπιπτόντως, όταν πρόκειται για παρέκβαση στο λόγο.
[λόγ. < πάροδος 1 σημδ. γαλλ. passage ή του λαϊκού πέρασμα (η έκφρ. ειρήσθω εν παρόδω < αρχ. εἰρήσθω, δες λ., + ελνστ. φρ. ἐν παρόδῳ `επ΄ ευκαιρία, ακροθιγώς΄)]