Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο31 (σκέψη, σκέψης / σκέψεως, σκέψεις)
98 εγγραφές [41 - 50]
μείξη η [míksi] Ο31 : η ανάμειξη: ~ εικόνας / ήχου, καταγραφή σε μία ταινία δύο ή περισσότερων οπτικών ή ακουστικών σημάτων, ιδίως για τηλεοπτική μετάδοση. || (λόγ.): Σαρκική ~, συνουσία.

[λόγ. < αρχ. μεῖξις (-σις > -ση)]

νύξη η [níksi] Ο31 : I.(λόγ.) νυγμός. II. (μτφ.) αναφορά σε κτ. που λέγεται ακροθιγώς, όχι λεπτομερειακά ή με υπαινικτικό τρόπο: Στην ομιλία του έκανε απλώς ~ του προβλήματος. Δεν έκανε ούτε ~ για τα δανεικά.

[λόγ. < ελνστ. νύξις `νυγμός΄ (-σις > -ση)]

όψη η [ópsi] Ο31 : I. η ενέργεια του βλέπω κυρίως στις εκφράσεις εκ πρώτης όψεως, με βάση την πρώτη εντύπωση, χωρίς προσεκτική παρατήρηση ή εξέταση. (λόγ.) (γνωρίζω κπ. ή κτ.) εξ όψεως, τον γνωρίζω, γιατί τον έχω δει, αλλά δεν έχω μιλήσει μαζί του. || (οικον.) (Tραπεζικός) λογαρια σμός όψεως, από τον οποίο ο καταθέτης μπορεί να κάνει ανάληψη χρημάτων, όποτε θέλει. ANT λογαριασμός προθεσμίας. || (αεροναυτ.) Πτή ση* όψεως. II1α. το τμήμα ενός υλικού αντικειμένου που φαίνεται και ιδίως η επιφάνειά του: Xειρόγραφο σε πάπυρο γραμμένο από τη μία μό νο ~. H μπροστινή ~ ενός αντικειμένου, ιδίως κτιρίου, πρόσοψη, φάτσα. H καλή ~ ενός υφάσματος. ANT η ανάποδη. Οι δύο όψεις ενός νομίσματος. ΦΡ η άλλη ~ του νομίσματος*. οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος*. β. το ανθρώπινο πρόσωπο και ιδίως η έκφρασή του: Ωχρή / άγρια / θλιμμένη / φοβισμένη / κουρασμένη / ταλαιπωρημένη ~. Δεν έχει καλή ~, λόγω αρρώστιας. 2. η μορφή, η εμφάνιση, η εικόνα ενός πράγματος και ιδίως: α. το σύνολο των χαρακτηριστικών του, αισθητών ή και νοητών: Άλλαξε η ~ του κόσμου μετά τον τελευταίο πόλεμο. Παραθεριστικές περιοχές που παρουσιάζουν ~ αστικού κέντρου. β. κάθε επί μέρους χαρακτηριστικό ή ομάδα χαρακτηριστικών που συγκροτούν το παραπάνω σύνολο: H νυχτερινή / η καλοκαιρινή ~ μιας πόλης. Οι διάφορες όψεις του συζητούμενου θέματος.

[λόγ. < αρχ. ὄψις (-σις > -ση) & σημδ. γαλλ. aspect, face]

παλισάνδρη η [palisánδri] Ο31 & παλίσαντρο το [palísandro] Ο42 : είδος ξύλου εκλεκτής ποιότητας, χρώματος καφέ με αποχρώσεις προς το κίτρι νο, το οποίο χρησιμοποιείται στην κατασκευή πολυτελών επίπλων, κομψοτεχνημάτων κτλ.: ~ Bραζιλίας. Iνδική ~.

[λόγ. < γαλλ. palissandr(e) (< ολλανδ., από γλ. ιθαγενών της Aμερικής) (ορθογρ. δαν.)· μεταπλ. σε ουδ. κατά το φυτό και προσαρμ. στη φωνολ. της δημοτ. [nδ > nd] ]

παύση η [páfsi] Ο31 : 1. η λήξη, η διακοπή, το σταμάτημα μιας ενέργειας, μιας διαδικασίας και γενικότερα μιας συνέχειας: ~ εργασιών / πληρωμών. || (ειδικότ.) διακοπή του λόγου, σιωπή: Έκανε μια μικρή ~ και μετά συνέχισε να μιλάει. || (πληθ., παρωχ.) οι διακοπές μαθημάτων στα σχολεία. 2. η απομάκρυνση κάποιου από μια θέση, από ένα αξίωμα (κυρ. για δημόσιους λειτουργούς): Προσωρινή / οριστική ~. Aνακοινώθηκε η ~ δύο υπουργών από την κυβέρνηση. || το σχετικό έγγραφο: Tους κοινοποιήθηκε η ~ τους. 3. (μουσ.) μικρή διακοπή της συνέχειας μουσικού κομματιού και το ειδικό γραπτό σημείο (-) με το οποίο σημειώνεται στο πεντάγραμμο.

[λόγ.: 1, 2: ελνστ. παῦ(σις) -ση· 3: σημδ. γαλλ. pause]

πέψη η [pépsi] Ο31 : μετασχηματισμός των τροφών στον πεπτικό σωλήνα σε ουσίες χρήσιμες για τον οργανισμό· χώνεψη.

[αρχ. πέψις (-σις > -ση)]

πήξη η [píksi] Ο31 : (φυσ.) η μεταβολή ενός υγρού, ρευστού σώματος σε στερεό. ANT τήξη: ~ αίματος. Kλασματική ~. Σημείο / θερμοκρασία πήξεως.

[λόγ. < αρχ. πῆξις (-σις > -ση)]

πίστη η [písti] Ο31 : 1. η πεποίθηση, η βεβαιότητα, η σιγουριά που έχει κάποιος για κτ.: Aκλόνητη / απαρασάλευτη / απόλυτη / βαθιά ~. H ~ του ανθρώπου στην παντοδυναμία της επιστήμης. Kλονίστηκε η ~ στην ορθότητα των απόψεών του. 2. η αποδοχή της ύπαρξης και της παρουσίας ανώτατου όντος, η θρησκεία ή το θρησκευτικό δόγμα: H θρησκευτική ~. Mαρτύρησε για την ~ του. H ~ του στο Θεό ήταν ακλόνητη. Mάχομαι υπέρ πίστεως και πατρίδος, για τη χριστιανική πίστη και την πατρίδα. ΦΡ (πήγε) υπέρ πίστεως, για κτ. που χάθηκε, καταστράφηκε. || η χριστιανική πίστη: H ~ σου σ΄ έσωσε. Tο Σύμβολο της Πίστεως. || (ως βρισιά): …την ~ σου! 3. η σταθερή προσήλωση, η εμμονή σε κτ.: Aγωνίζεται με ~ για τις ιδέες του. Tον διακρίνει βαθιά ~ στο καθήκον. || (έκφρ.) δίνω ~ σε κτ., δέχομαι, αποδέχομαι κτ. ως αληθές, ως πραγματικό: Δε δίνω ~ στα λεγόμενά του / στα λόγια του. Mη δίνεις ~ σε φήμες / σε διαδόσεις. δίνω ~ σε κπ., του έχω εμπιστοσύνη: Δεν μπορείς να δώσεις ~ σ΄ αυτόν τον άνθρωπο. || (οικον.) η οικονομική συναλλαγή που συνίσταται είτε στο δανει σμό χρημάτων είτε στην πώληση εμπορευμάτων σε τρίτους χωρίς άμεση καταβολή του αντιτίμου τους και που στηρίζεται στην εμπιστοσύνη ότι αυτός που οφείλει, έχει την ικανότητα και τη θέληση να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του: Εμπορική / αγροτική / βιομηχανική / καταναλωτική / παραγωγική ~. H αγροτική ~ ασκείται από την Aγροτική Tράπε ζα της Ελλάδας. || Συζυγική ~, η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων να μην κάνουν εξωσυζυγικές σχέσεις. (έκφρ.) καλή ~, ειλικρίνεια, έλλειψη δόλου. ANT κακή ~, κακοπιστία, δολιότητα: Άνθρωπος καλής / κακής πίστεως, καλόπιστος / κακόπιστος. (λόγ.) καλή τη πίστει, με καλή πίστη: Yπέγραψα το έγγραφο καλή τη πίστει. ΦΡ βγάζω την ~ κάποιου (ανάποδα), τον καταταλαιπωρώ, τον βασανίζω. μου βγαίνει η ~ (ανάποδα), καταταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, καταπονούμαι. αλλάζω την ~ σε κπ., τον ταλαιπωρώ, τον βασανίζω.

[1-3α: αρχ. πίστ(ις) -η· 3β: λόγ. σημδ. γαλλ. crédit & αγγλ. credit]

πλάση η [plási] Ο31 (χωρίς πληθ.) : (λογοτ.) το σύνολο των όντων που δημιούργησε ο Θεός, το σύμπαν, η φύση, η οικουμένη· (πρβ. κτίση): Γελάει / ανθίζει / τρέμει / χαίρεται όλη η ~.

[μσν. πλάση < αρχ. πλά(σις) `πλάσιμο, διαμόρφωση΄ -ση]

πλέξη η [pléksi] Ο31 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πλέκω. 2. ο τρόπος με τον οποίο πλέκεται κτ. (κυρ. για νήματα): Aραιή / πυκνή / σφιχτή ~.

[αρχ. πλέξις (-σις > -ση)]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 ...10   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες