Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
429 εγγραφές [371 - 380] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ταινιοθήκη η [tenioθíki] Ο30 : η αίθουσα ή και το κτίριο όπου φυλάγονται παλαιές και νεότερες κινηματογραφικές ταινίες και όπου γίνονται προβολές για το κοινό.
[λόγ. ταινί(α) -ο- + -θήκη]
- τανίνη η [taníni] Ο30 : φυτική ουσία που βρίσκεται στη φλούδα και στα κουκούτσια ορισμένων καρπών και που χρησιμοποιείται συνήθ. στη φαρμακευτική, στην οινοποιία και στη βυρσοδεψία.
[λόγ. < γαλλ. tan(in) -ίνη]
- τεραμυκίνη η [teramikíni] Ο30 : (φαρμ.) είδος αντιβιοτικού.
[λόγ. < αγγλ. Terramycin σήμα κατατ. (-μυκίνη δες στο ερυθρομυκίνη)]
- τεστοστερόνη η [testosteróni] Ο30 : (βιολ.) ανδρική ορμόνη που παράγεται από τους όρχεις.
[λόγ. < αγγλ. testoster(one) -όνη]
- τεταγμένη η [tetaγméni] Ο30 γεν. πληθ. τεταγμένων : (μαθημ.) η μία από τις δύο συντεταγμένες, και συγκεκριμένα η κατακόρυφη, με τις οποίες προσδιορίζεται η θέση κάποιου σημείου επάνω σε επίπεδο· (πρβ. τετμημένη).
[λόγ. < αρχ. τεταγμένη `προκαθορισμένη΄ θηλ. μππ. του τάσσω σημδ. γαλλ. ordonée]
- τετμημένη η [tetmiméni] Ο30 γεν. πληθ. τετμημένων : (μαθημ.) η μία από τις δύο συντεταγμένες, και συγκεκριμένα η οριζόντια, με τις οποίες προσδιορίζεται η θέση κάποιου σημείου επάνω σε επίπεδο· (πρβ. τεταγμένη).
[λόγ. < αρχ. τετμημένη `κομμένη, ανοιγμένη΄ θηλ. μππ. του τέμνω σημδ. γαλλ. abscisse]
- τεφροδόχη η [tefroδóxi] Ο30 : 1. χώρος όπου πέφτει η στάχτη από το κάψιμο των ξύλων ή άλλου καύσιμου υλικού: H ~ του λέβητα. 2. τεφροδόχος.
[λόγ. τέφρ(α) -ο- + -δόχη κατά το ελνστ. καπνοδόχη `καπνοδόχος΄]
- τέχνη η [téxni] Ο30 : ανθρώπινη δραστηριότητα που στηρίζεται σε ορισμένες γνώσεις και εμπειρίες και που έχει ως σκοπό τη δημιουργία ενός πνευματικού ή τεχνικού έργου. 1α. δημιουργία έργων που εκφράζουν το αισθητικά καλό και προκαλούν στο θεατή, στον ακροατή ή στον αναγνώστη αισθητική απόλαυση: H ~ για την ~, δόγμα σύμφωνα με το οποίο η τέχνη δεν πρέπει να έχει διδακτικό χαρακτήρα, αλλά ο μοναδικός της σκοπός πρέπει να είναι η αισθητική συγκίνηση. Οι αρχαίες τραγωδίες είναι έργα μεγάλης / απαράμιλλης τέχνης. || (ειδικότ. για έργα αρχιτεκτονικής, ζωγραφικής και πλαστικής): Aντικείμενο / έργο τέχνης. Iστορία της τέχνης. Kριτικός έργων τέχνης. Εκδόσεις τέχνης, βιβλία με φωτογραφίες έργων τέχνης. || H έβδομη* ~. β. το σύνολο των έργων τέχνης σε έναν ορισμένο χώρο και χρόνο: Προϊστορική / αρχαία αιγυπτιακή / αρχαία ελληνική / ρωμαϊκή ~. ~ της Aναγέννησης. Kλασική / σύγχρονη / μοντέρνα / πρωτοποριακή / λαϊκή ~. γ. (πληθ.) Kαλές τέχνες, γενική ονομασία της ζωγραφικής, της γλυπτικής, της χαρακτικής ή και της αρχιτεκτονικής. Σχολή Kαλών Tεχνών. Εικαστικές* / πλαστικές* / γραφικές* / διακοσμητικές* / εφαρμοσμένες* τέχνες. Tα γράμματα* και οι τέχνες. 2α. το σύνολο των γνώσεων και των εμπειριών, που είναι απαραίτητες για την άσκηση ενός επαγγέλματος, μιας δραστηριότητας: H πολεμική ~. Ρητορική / δραματική ~. H ~ του χορού / του κινηματογράφου. β. επιδεξιότητα, ειδική ικανότητα: Έπιπλα καμωμένα με ~ και μαστοριά. Tο καλό μαγείρεμα θέλει ~ / είναι ~. Kάθε πράγμα έχει την ~ του. H ~ να δημιουργούμε φίλους. || Ο συγγραφέας περιγράφει με πολλή ~ το τοπίο. H ~ του συγγραφέα είναι ότι
3. χειρωνακτικό επάγγελμα, που απαιτεί κάποια τεχνική ειδίκευση: H ~ του ξυλουργού / του υποδηματοποιού. Θα τον βάλω σε ~ / μπήκε σε ~, ως μαθητευόμενος. ΠAΡ Mάθε ~ κι άσ΄ τηνε, κι αν πεινάσεις πιάσ΄ τηνε, για να δηλώσουμε ότι οι επαγγελματικές γνώσεις είναι απαραίτητες. ΠAΡ έκφρ. παλιά μου ~ κόσκινο, για μεγάλη εμπειρία σε κπ. τομέα, συχνά και ειρωνικά, για κτ. που επαναλαμβάνουμε αναγκαστικά. 4. (λόγ.) τέχνασμα, τρόπος παραπλανητικός για να πετύχουμε κτ. (γνωμ.) η πενία* τέχνας κατεργάζεται.
[2, 3: αρχ. τέχνη· 1α, 4: λόγ. < αρχ. τέχνη· 1β, γ: λόγ. σημδ. γαλλ. art (beaux arts)]
- τοξίνη η [toksíni] Ο30 : δηλητηριώδης ουσία που παράγεται κυρίως από παθογόνα μικρόβια και που, όταν εισχωρήσει στον οργανισμό ανθρώπου ή ζώου, προκαλεί διάφορες νοσηρές καταστάσεις: Ο οργανισμός εξουδετερώνει τις τοξίνες με την παραγωγή αντισωμάτων.
[λόγ. < γαλλ. toxine < tox(ique) = τοξ(ικός) -ine = -ίνη]
- τορπίλη η [torpíli] Ο30 & τορπίλα η [torpíla] Ο25 : 1. υποβρύχιο βλήμα, εφοδιασμένο με εκρηκτική γόμωση και κινητήριο μηχανισμό, που εκτοξεύεται από υποβρύχιο, πλοίο ή αεροσκάφος εναντίον πλοίου ή υποβρυχίου. 2. (μτφ.) ύπουλη ενέργεια με την οποία κάποιος εμποδίζει την πραγματοποίηση των σχεδίων του αντιπάλου.
[λόγ. < γαλλ. torpill(e) (μτφρδ. αγγλ. torpedo) -η (ορθογρ. δαν.)· τορπίλ(η) μεταπλ. -α]