Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
460 εγγραφές [171 - 180] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενάργεια η [enárjia] Ο27 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του εναργούς· σαφήνεια, καθαρότητα λόγου, διανοήματος, έκφρασης: ~ ύφους. Εκφράζει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του με ~.
[λόγ. < αρχ. ἐνάργεια]
- ένδεια η [énδia] Ο27 : (λόγ.) 1. η μη ύπαρξη, η απουσία πραγμάτων που είναι αναγκαία (παντελώς ή σε επαρκή ποσότητα)· έλλειψη ή ανεπάρκεια: Παντελής / πλήρης ~. ~ χρημάτων / οικονομικών πόρων. || (μτφ.): ~ επιχειρημάτων. ~ νέων προτάσεων. Πνευματική ~. 2. φτώχεια, ανέχεια: Bρίσκεται σε έσχατη ~, δεν έχει τα προς το ζην, είναι πάμφτωχος.
[λόγ. < αρχ. ἔνδεια]
- ενδελέχεια η [enδeléxia] Ο27 : (λόγ.) α. συνεχής και με ζήλο, διαρκής και ακατάπαυστη φροντίδα, επιμέλεια. β. αντί του εντελέχεια.
[λόγ. < αρχ. ἐνδελέχεια]
- ενδοστρέφεια η [enδostréfia] Ο27 : (ψυχ.) η τάση του ανθρώπου να μην εξωτερικεύει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του· εσωστρέφεια. ANT εξωστρέφεια.
[λόγ. ενδοστρεφ(ής) -εια μτφρδ. γερμ. Introversion]
- ενέργεια η [enérjia] Ο27 : πράξη, κίνηση, λειτουργία που τείνει να μεταβάλει μια κατάσταση, να προκαλέσει ένα αποτέλεσμα. 1. πράξη, δράση, κίνηση, προσπάθεια για την επιτυχία αποτελέσματος: Εχθρική / φιλική ~, πράξη. Θέτω / βάζω σε ~ κτ., σε κίνηση, σε δράση. Άκαρπη / αποτελεσματική ~. Bάζω σ΄ ~ τα μεγάλα μέσα, δραστηριοποιούμαι, χρησιμοποιώ κάθε μέσο για να πετύχω κτ. || (έκφρ.) εν ενεργεία, για στρατιωτικούς (και με επέκτ. για άλλους υπαλλήλους) που βρίσκονται στην ενεργό υπηρεσία: Εν ενεργεία στρατιωτικός / υπάλληλος / πολιτικός. 2. (φυσ.) η ιδιότητα υλικού σώματος να παράγει έργο· ό,τι μπορεί να μεταβληθεί σε μηχανικό έργο ή ό,τι παράγεται με την κατανάλωση μηχανικού έργου: Hλιακή / αιολική / γεωθερμική ~. πυρηνική ~. Ύλη και ~. Ο νόμος της διατήρησης της ενέργειας. Ήπιες* μορφές ενέργειας. 3. δράση, επενέργεια: ~ φαρμακευτικής ουσίας. Πόση ώρα διαρκεί η ~ αυτού του παυσίπονου;
[λόγ.: 1: αρχ. ἐνέργεια· 2: σημδ. γαλλ. énergie & αγγλ. energy < υστλατ. energeia < αρχ. ἐνέργεια· 3: κατά τη σημ. του ενεργώ4]
- ενζυμοπάθεια η [enzimopáθia] Ο27 : (ιατρ.) κληρονομική πάθηση που οφείλεται στην έλλειψη, υπερπαραγωγή, δυσλειτουργία ή ανωμαλία στη σύνθεση ενζύμου ή ομάδας ενζύμων.
[λόγ. < γαλλ. enzymopathie < enzymo- < μσν. ένζυμ(ον) -ο- + -pathie = -πάθεια]
- έννοια 1 η [énia] Ο27 : 1.το σύνολο των κύριων γνωρισμάτων ενός πλήθους ομοειδών αντικειμένων, συγκεκριμένων ή αφηρημένων, καθώς και μόνιμη και ορισμένη παράσταση που σχηματίζεται στο νου μας από αυτά: H ~ του δέντρου. H ~ του τετραγώνου. H ~ του χρόνου. H ~ του ωραίου. H ~ της δικαιοσύνης. Tο πλάτος μιας έννοιας, το πλήθος των ομοειδών πραγμάτων που περιλαμβάνει. Tο βάθος μιας έννοιας, τα ουσιώδη γνωρίσματά της που είναι κοινά για όλα τα ομοειδή πράγματα στα οποία αναφέρεται. 2. ό,τι σημαίνει κτ.: H ~ μιας λέξης / ενός όρου, η σημασία ή το νόημα. Kατανοώ / αντιλαμβάνομαι / παρανοώ την ~ ενός όρου. || H ~ ενός κειμένου, το περιεχόμενο. Παρεξήγησες την ~ των λόγων μου. || ο σκοπός μιας πράξης, μιας ενέργειας: H παραίτησή του έχει την ~ της διαμαρτυρίας. (έκφρ.) κατ΄ αυτή την ~, σύμφωνα με αυτή τη λογική.
[λόγ. < αρχ. ἔννοια]
- εντέλεια η [endélia] Ο27 : κατάσταση απόλυτης τελειότητας· συνήθ. στην επιρρηματική έκφραση στην ~, απολύτως καλά, χωρίς καμιά έλλειψη, κανένα ψεγάδι κτλ.: Tα θέλει / τα τακτοποίησε / τα έκανε όλα στην ~.
[λόγ. < ελνστ. ἐντέλεια]
- εντελέχεια η [endeléxia] Ο27 : (φιλοσ.) 1. όρος της αριστοτελικής φιλοσοφίας που δηλώνει τη μετάβαση της ύλης από την αδρανή στην ενεργό κατάσταση με την πρόσληψη μορφής (είδους), αλλά και την αιτία αυτής της μετάβασης. 2. ζωτική δύναμη που διέπει και καθοδηγεί την υλική ενέργεια των οργανικών όντων.
[λόγ. < αρχ. ἐντελέχεια (στη σημ. 1)]
- εντερόνεια η [enderónia] Ο27 : (λόγ.) 1. (ναυτ.) η εσωτερική (ξύλινη) επένδυση σκάφους. 2. (βοτ.) εντεριώνη.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐντερόνεια· 2: ελνστ. σημ.]