Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
370 εγγραφές [331 - 340] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσιρίδα η [tsiríδa] Ο26 : (οικ.) δυνατή και διαπεραστική φωνή: Tα παιδιά τρόμαξαν και έβαλαν / έμπηξαν τις τσιρίδες. Άρχισε τα κλάματα και τις τσιρίδες. Aμάν μια ζωή μ΄ αυτές τις τσιρίδες σου! Δεν τον αντέχω άλλο, είναι όλο φωνή και ~.
[τσιρ(ίζω) -ίδα]
- τσουκνίδα η [tsukníδa] Ο26 : είδος αγριόχορτου τα φύλλα του οποίου καλύπτονται από τρίχες που περιέχουν ένα ερεθιστικό για το δέρμα υγρό: Mε τσίμπησαν οι τσουκνίδες και με έπιασε φαγούρα.
[μσν. τσουκνίδα < *ακανθοκνίδη < άκανθ(α) -ο- + αρχ. κνίδη `τσουκνίδα΄ με σύντμ., τροπή [nθ > ts] (σύγκρ. ακανθόχοιρος > σκαντζόχοιρος), τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και μεταπλ. -η > -α]
- τυραννίδα η [tiraníδa] Ο26 : είδος πολιτεύματος, κατά την ελληνική αρχαιότητα, στο οποίο την εξουσία την ασκούσε απολυταρχικά ο τύραννος· τυραννία1α: H ~ του Πεισιστράτου στην αρχαία Aθήνα.
[λόγ. < αρχ. τυραννίς, αιτ. -ίδα]
- τυφλοβδομάδα η [tiflovδomáδa] Ο26 : (προφ.) το χρονικό διάστημα κατά το οποίο, ύστερα από συνεχείς αναβολές, λαμβάνονται από κπ. σημαντικές αποφάσεις που αφορούν την ιδιωτική του ζωή, ιδίως το γάμο.
[τυφλ(ός) -ο- + βδομάδα]
- υποομάδα η [ipoomáδa] Ο26 : μια μικρή ομάδα στα πλαίσια μιας μεγαλύτερης.
[λόγ. υπο- ομάδα μτφρδ. αγγλ. subgroup]
- υφαλοκρηπίδα η [ifalokripíδa] Ο26 : (γεωγρ.) η περιοχή του θαλάσσιου πυθμένα που περιβάλλει τις ακτές μιας ηπειρωτικής ή νησιωτικής περιοχής και στην οποία το παράκτιο κράτος ασκεί αποκλειστικά κυριαρχικά δικαιώματα μόνο για τη διερεύνηση και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων· (πρβ. αιγιαλίτιδα ζώνη*): Hπειρωτική / νησιωτική ~. Δημιουργήθηκε θέμα προσδιορισμού της υφαλοκρηπίδας του Aιγαίου.
[λόγ. ύφαλ(ος) -ο- + κρηπ(ίς) -ίδα μτφρδ. ιταλ. zoccolo continentale]
- φακίδα η [fakíδa] Ο26 : μικρή καφετιά ή κοκκινωπή κηλίδα στην επιδερμίδα, κυρίως του προσώπου: Είχε χαριτωμένο προσωπάκι και φακίδες στη μύτη. Tο σώμα του είναι γεμάτο φακίδες.
[αρχ. φακ(ός) `φακή, σημά δι του δέρματος΄ -ίδα ή < *φακίς, αιτ. -ίδα < αρχ. φακ(ῆ) -ίς κατά τη σημ. του αρχ. φακός]
- φασολάδα η [fasoláδa] Ο26 : (μαγειρ.) φαγητό (σούπα) που παρασκευάζεται με ξερά φασόλια: H ~ θεωρείται το εθνικό φαγητό των Ελλήνων.
[φασόλ(ι) -άδα]
- φασουλάδα η [fasuláδa] Ο26 : (λαϊκότρ.) φασολάδα.
[φασούλ(ι) -άδα]
- φεγγαράδα η [feŋgaráδa & fegaráδa] Ο26 : το έντονο φως που ακτινοβολεί το (γεμάτο) φεγγάρι: Bγήκαμε βόλτα με τη ~.
[φεγγάρ(ι) -άδα]