Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.018 εγγραφές [961 - 970] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φάρμα η [fárma] Ο25α : αγρόκτημα με εγκαταστάσεις για καλλιέργειες ή για εκτροφή ζώων.
[αγγλ. farm -α]
- φαρμακίλα η [farmakíla] Ο25α : έντονα δυσάρεστη γεύση ή οσμή φαρμάκου: Έμεινε στο στόμα μου μια ~. Δεν αντέχω τη ~ των νοσοκομείων.
[φαρμάκ(ι) -ίλα]
- φασίνα η [fasína] Ο25α : γενικό καθάρισμα ενός σπιτιού, ενός χώρου (κυρ. σκούπισμα, σφουγγάρισμα, ξεσκόνισμα): Είμαι πτώμα· σήμερα είχαμε ~ στο σπίτι.
[ιταλ. fascina `δεμάτι από κλαδιά ή ρίζες για προσάναμμα΄]
- φευγάλα η [fevγála] Ο25α : (οικ.) η φυγή.
[φεύγ(ω) -άλα]
- φιλιέρα η [filéra] Ο25α : ατσάλινο κοπτικό εργαλείο, με το οποίο διανοίγονται κοχλιώσεις (πάσα) στην εξωτερική επιφάνεια σωλήνων, μεταλλικών ράβδων κτλ.· βιδολόγος.
[ιταλ. filiera < γαλλ. filière]
- φινέτσα η [finétsa] Ο25α : α. (για πρόσ.) λεπτότητα, κομψότητα στα λόγια, στους τρόπους, στις ενέργειες ή στην εμφάνιση: Άντρας / γυναίκα με ~. Nτύνεται με ~. β. (για πργ.) λεπτό γούστο, κομψότητα, καλαισθησία: Έπιπλο / ρούχο φτιαγμένο με ~.
[ιταλ. finezza]
- φιοριτούρα η [fxoritúra] Ο25α : 1. (συνήθ. πληθ.) τρόπος έκφρασης αλλά και συμπεριφοράς υπερβολικά περίτεχνος, στολισμένος, εξεζητημένος: Γράφει / μιλάει με πολλές φιοριτούρες αλλά χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Άσε τις φιοριτούρες και μίλα απλά. 2. (μουσ.) στόλισμα, καλλωπισμός σε τραγούδι ή σε μουσικό κομμάτι: Παίζει πιάνο / τραγουδάει με πολλές φιοριτούρες.
[ιταλ. fioritura]
- φοβέρα η [fovéra] Ο25α : 1. προσπάθεια πρόκλησης φόβου σε κπ.· εκφοβισμός: Mε τη ~ δε θα καταφέρεις τίποτα, πάρ΄ τον με το καλό. 2. αυτό που λέγεται ή γίνεται για να προκαλέσει φόβο: Εκτοξεύει φοβέρες και απειλές εναντίον όλων. (γνωμ.) και ο άγιος* ~ θέλει.
[μσν. φοβέρα < φοβερ(ός), φοβερ(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]
- φόλα 1 η [fóla] Ο25α : 1. δηλητηριασμένο κομμάτι, συνήθ. κρέατος, που χρησιμοποιείται για τη θανάτωση κυρίως αδέσποτων σκυλιών ή άλλων ζώων: Ρίχνω ~. 2. (μτφ., προφ., λαϊκ.) ψέμα, δόλωμα: Tου ρίξανε ~ για πολλά λεφτά και πλούσια ζωή κι αυτός την άρπαξε. || για θέαμα κακής ποιότητας: H ταινία ήταν / βγήκε ~. || (λαϊκ., με ουσιαστικό που δηλώνει οπαδό ομάδας, κόμματος κτλ.) φανατικός: Ο περιπτεράς είναι ~ Ολυμπιακός / Παοκτσής.
[ίσως μσν. φόλα, φόλλις `τροφή, μικρό νόμισμα΄ < λατ. follis]
- φόλα 2 η : (μικρό) κομμάτι δέρματος, που χρησιμοποιούνταν ως μπάλωμα σε φθαρμένα παπούτσια ή σε άλλα δερμάτινα είδη.
[ίσως μσν. φόλα, φόλλις (δες φόλα 1) < λατ. follis στη σημ.: `μικρό δερμάτινο σακί΄]