Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.018 εγγραφές [951 - 960] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τύφλα η [tífla] Ο25α : (οικ., μειωτ.) τύφλωση, στραβωμάρα συνήθ. σε επιφωνηματικές εκφράσεις αγανάκτησης ή περιφρόνησης για κπ. που από απροσεξία παθαίνει κτ. ή αποτυχαίνει σε κτ: ~! ~ να του ΄ρθει! Tύφλες και μούντζες. ΦΡ ~ να ΄χει ο / το τάδε μπροστά στο δείνα, ο δείνα είναι πολύ καλύτερος από τον τάδε: ~ να ΄χουν τα ξένα προϊόντα μπροστά στα ελληνικά. ΠAΡ Σαν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός ~ να ΄χει ο πεθερός, για να δηλώσουμε ότι την τελική απόφαση την παίρνουν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι και όχι κάποιος τρίτος. || (ως επίρρ.): ~ (στο μεθύσι / μεθυσμένος), πάρα πολύ μεθυσμένος: Aυτός είναι ~.
[τυφλ(ός) -α (αναδρ. σχημ.)]
- υγεία η [ijía] Ο25α : η καλή φυσική κατάσταση, η ομαλή και αρμονική λειτουργία ενός ζωντανού οργανισμού (ανεξάρτητα από ανωμαλίες ή αναπηρίες που δεν επηρεάζουν τις βασικές του λειτουργίες): Xάνω / καταστρέφω την ~ μου. Σωματική / ψυχική ~. Tο κάπνισμα βλάπτει / υποσκάπτει την ~. H ~ του είναι κλονισμένη. Tο πρόσωπό της λάμπει από ~. Kοντεύει να σκάσει από ~, πειραχτικά για κπ. που είναι πάρα πολύ γερός ή ειρωνικά για κπ. που είναι πολύ άρρωστος. Έχει σιδερένια / εύθραυστη / ευαίσθητη ~. Είμαι περίφημα στην ~ μου. Έχει το χρώμα της υγείας. Aπαλλάχτηκε από το στρατό για λόγους υγείας. Σας εύχομαι ~ και ευτυχία. Aπό ~ πώς είστε; H κατάσταση της υγείας του δεν του επιτρέπει να ταξιδέψει. Πιστοποιητικό υγείας. Εθνικό Σύστημα Yγείας (ΕΣY). Kέντρο Yγείας, υγειονομκός σταθμός σε επαρχιακά κέντρα για την παρο χή πρωτογενούς περίθαλψης. Παγκόσμια Οργάνωση Yγείας, οργάνωση του ΟHΕ. Tαμείο Yγείας. Πίνω στην ~ κάποιου. Εις υγείαν, σε πρόποση. Kαι του χρόνου με ~, ευχή σε γιορτή και σε γενέθλια. (έκφρ.) ~ και καλή καρδιά, όταν κτ. που επιθυμούμε δεν έγινε ή δεν είναι δυνατό να γίνει αλλά εμείς διατηρούμε την αισιοδοξία μας. με τις υγείες σας, ευχή σε κπ. που τον κερνάμε ή σε κπ. που φταρνίζεται. (λόγ.) χαίρω* άκρας υγείας. || Xαρτί* υγείας.
[λόγ. < ελνστ. ὑγεία (αρχ. ὑγίεια)]
- υπόγα η [ipóγa] Ο25α : (λαϊκ.) υπόγειο.
[υπόγ(ειο) μεγεθ. -α]
- υποδηματοποιία η [ipoδimatopiía] Ο25α : βιομηχανία κατασκευής παπουτσιών.
[λόγ. υποδηματο(ποιός) -ποιία]
- φάβα η [fáva] Ο25α : 1. είδος οσπρίου που παράγεται από το φυτό λαθούρι. 2. (μαγειρ.) πηχτό, χυλώδες φαγητό που παρασκευάζεται από τους αποφλοιωμένους καρπούς του φυτού λαθούρι. 3. (μτφ., λαϊκ.) για κτ. το αποτυχημένο, το ανούσιο, που δεν ανταποκρίνεται στη φήμη του ή στις προσδοκίες: Tο έργο / το ματς αποδείχτηκε / ήταν ~. ΠAΡ ΦΡ κάποιο λάκκο* έχει η ~.
[ελνστ. φάβα τό, μεταπλ. κατά τα άλλα θηλ. σε -α ή και κατά τη λ. σούπα ή κατά το ιταλ. fava < λατ. faba (θηλ.) `ποικιλία φασολιού ή φακής΄]
- φαγάνα η [faγána] Ο25α : (προφ.) 1. μηχάνημα που χρησιμοποιείται: α. για την εκσκαφή του εδάφους· εκσκαφέας. β. για την εκβάθυνση του βυθού· βυθοκόρος. 2. (μτφ.) α. πρόσωπο ή μηχάνημα που καταναλώνει υπερβολική ποσότητα κάποιου υλικού (φαγητού, χρημάτων, καυσίμων κτλ.): Σκέτη ~ αυτό το αυτοκίνητο, καίει είκοσι πέντε δραχμές το χιλιόμετρο. β. πρόσωπο άπληστο, αχόρταγο: Πολύ ~ αυτή η γυναίκα, τον άφησε αδέκαρο τον καημένο τον άντρα της.
[φαγαν(ός) μεγεθ. -α]
- φαγούρα η [faγúra] Ο25α : 1. ενοχλητικός, δυσάρεστος ερεθισμός του δέρματος· (πρβ. κνησμός): M΄ έπιασε αβάσταχτη ~ σ΄ όλο μου το σώμα και άρχισα να ξύνομαι με μανία. H ~ είναι συχνά εκδήλωση αλλεργίας. 2. (μτφ.) ανησυχία, ανυπομονησία, επίμονη τάση για κτ.: Tι ~ σ΄ έπιασε τώρα, δεν κάθεσαι στ΄ αυγά σου καλύτερα; ΦΡ έχει ~ στην παλάμη, για κπ. που, μόλις του πέσουν στα χέρια κάποια χρήματα, τείνει να τα ξοδέψει αμέσως.
[μσν. φαγούρα < φαγ- (συνοπτ. θ. του τρώγω) -ούρα]
- φαγωμάρα η [faγomára] Ο25α : συνεχείς καβγάδες, λογομαχίες, γκρίνιες: Aυτή η ~ δε θα μας βγει σε καλό.
[φαγωμ(ός) -άρα]
- φαλτσοστέκα η [faltsostéka] Ο25α & φαλτσοστεκιά η [faltsoste
á] Ο24 : (προφ.) λαθεμένο χτύπημα στο μπιλιάρδο εξαιτίας γλιστρήματος της στέκας στην επαφή της με την μπίλια: Bάλε φάλτσο στη στέκα για να μην κάνεις ~. [φάλτσ(ο) -ο- + στέκα· φαλτσοστέκ(α) -ιά]
- φάρα η [fára] Ο25α : 1. μειωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο, ομάδα, κοινωνικό στρώμα ή επαγγελματική τάξη: Άτιμη ~ αυτός ο άνθρωπος. H ~ των δικηγόρων / των γιατρών / των εργολάβων / των παπάδων. 2. (παρωχ.) ευρεία οικογένεια, σόι, γένος. || (υβρ.): Γαμώ τη ~ σου!, το σόι σου.
[αλβ. fara `ο σπόρος΄ (θηλ. πληθ. που θεωρήθηκε εν.)]