Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο25α (πείνα, πείνας, πείνες)
1.018 εγγραφές [71 - 80]
ατάκα η [atáka] Ο25α : 1.(μουσ.) όρος που σημαίνει την εκτέλεση ενός επόμενου μουσικού κομματιού χωρίς διακοπή μετά το τέλος του προηγούμενου. 2. (θέατρ.) α. άμεση απάντηση. β. οι φράσεις ενός ρόλου που είναι γραμμένες σε ξεχωριστό χαρτί. || (ως επίρρ.) αμέσως, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση: Tου δίνω ~ την απάντηση που του ΄πρεπε. (επιρρ. έκφρ.) στο ~, αμέσως. ~ κι επί τόπου, επιτατικά, για να τονίσουμε ακόμη περισσότερο την αμεσότητα μιας ενέργειας.

[ιταλ. attacca! ένδειξη σε μουσικό κείμενο να αρχίσει το επόμενο μέρος χωρίς να μεσολαβήσει παύση]

ατζέντα η [adzénda] Ο25α : 1.ημερολόγιο τσέπης για σημειώσεις. || (ειδικότ.) για προσωπικό κατάλογο τηλεφώνων: Θα ψάξω στην ~ μου για να βρω το νούμερό του. 2. (μτφ.) κατάλογος θεμάτων για συζήτηση σε μία διάσκεψη, συνάντηση πολιτικών κτλ.: Στην ~ της συνάντησης των δύο πρωθυπουργών περιλαμβάνεται και το Kυπριακό.

[αγγλ. agenda]

ατιμία η [atimía] Ο25α : η ιδιότητα του άτιμου, η έλλειψη τιμιότητας· ανεντιμότητα: Πώς εμπιστεύεσαι άτομα γνωστά για την ~ τους; || (συνήθ. πληθ.) πράξη ή ενέργεια άτιμη, ανέντιμη ή δόλια· απάτη, κατεργαριά: Δεν το περίμενα να μας κάνει τέτοιες ατιμίες. Tις ατιμίες σου τις ξέρουμε· μην κάνεις τον αθώο. Tέτοιες ατιμίες εγώ δεν κάνω.

[λόγ. < αρχ. ἀτιμία]

ατρετσαρία η [atretsaría] Ο25α : (θέατρ.) ο χώρος όπου φυλάσσονται διάφορα αντικείμενα απαραίτητα για μια θεατρική παράσταση· το φροντιστήριο του θεάτρου.

[ιταλ. atrezeria μεταπλ. κατά την αντιστοιχία των επιθημάτων -eria - -αρία]

αυγίλα η [avjíla] Ο25α : (προφ.) έντονη μυρωδιά ή γεύση αυγού· αυγουλίλα.

[αυγ(ό) -ίλα]

αυγουλιέρα η [avγuléra] Ο25α : σκεύος σε σχήμα μικρού ποτηριού όπου τοποθετείται το βραστό αυγό.

[αυγούλ(ι δες στο αυγό) -ιέρα]

αυγουλίλα η [avγulíla] Ο25α : (προφ.) έντονη μυρωδιά ή γεύση αυγού.

[αυγούλ(ι δες στο αυγό) -ίλα]

αυτοκινητάδα η [aftokinitáδa] Ο25α : διαδρομή με αυτοκίνητο για αναψυχή (βόλτα, εκδρομή): Εγκαινιάσαμε το καινούριο αυτοκίνητο με μια ~ στον παραλιακό δρόμο.

[αυτοκίνητ(ο) -άδα]

αυτοπροσωπογραφία η [aftoprosopoγrafía] Ο25α : προσωπογραφία (πορτρέτο) ζωγράφου φτιαγμένη από τον ίδιο: Οι αυτοπροσωπογραφίες του Bαν Γκογκ. || (επέκτ.) κείμενο που περιγράφει τη μορφή ή το χαρακτήρα του συγγραφέα του.

[λόγ. αυτο- + προσωπογραφία μτφρδ. γαλλ. autoportrait (auto- = αυτο-)]

αφεντοπούλα η [afendopúla] Ο25α : κόρη αφέντη. || κορίτσι ή νέα από πλούσια, αρχοντική οικογένεια.

[μσν. αφεντοπούλα < αυθεντοπούλα < αυθέντ(ης) -οπούλα (κατά το αυθέντης > αφέντης)]

< Προηγούμενο   1... 6 7 [8] 9 10 ...102   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες