Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
287 εγγραφές [241 - 250] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνοδικάρης ο [sinoδikáris] Ο11 : ο επιστάτης του Συνοδικού.
[μσν. συνοδικάρης < συνοδικ(ός)Ιβ -άρης]
- σφιχτοχέρης ο [sfixtoxéris] Ο11 θηλ. σφιχτοχέρα [sfixtoxéra] Ο25α : (οικ.) τσιγκούνης*, σφιχτόςII. ANT ανοιχτοχέρης.
[σφιχτ(ός) -ο- + χέρ(ι) -ης· σφιχτοτέρ(ης) -α]
- ταβερνιάρης ο [tavernáris] Ο11 θηλ. ταβερνιάρισσα [tavernárisa] Ο27α : ιδιοκτήτης και συχνά και σερβιτόρος ταβέρνας.
[μσν. ταβερν(άρης) -ιάρης < ταβερνάριος με αποφυγή της χασμ. < λατ. tabernari(us) -ος· ταβερνιά ρ(ης) -ισσα]
- ταμπάκης ο [tabákis] Ο11 : (λαϊκότρ.) βυρσοδέψης.
[τουρκ. tabak `βυρσοδέψης΄ (από τα αραβ.) -ης]
- ταπετσιέρης ο [tapetsxéris] & ταπετσέρης ο [tapetséris] Ο11 : τεχνίτης ειδικός στην κατασκευή ταπετσαρίας επίπλων.
[ιταλ. tappezier(e) ή βεν. tapezier -ης (δες στο ταπετσαρία)· αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσιοι > διακόσοι, σιαγόνι > σαγόνι)]
- τεντιμπόης ο [tedibóis] Ο11 : νεαρός, συνήθ. μέλος ομάδας, που κάνει αντικοινωνικές και προκλητικές ενέργειες για να διασκεδάσει: Tεντιμπόηδες τρύπησαν τα λάστιχα αυτοκινήτων.
[αγγλ. teddy boy -ς]
- τετρακοσάρης ο [tetrakosáris] Ο11 : αθλητής δρόμου τετρακοσίων μέτρων.
[τετρακόσ(α) -άρης]
- τζαναμπέτης ο [dzanabétis] Ο11 θηλ. τζαναμπέτισσα [dzanabétisa] Ο27 : (οικ.) αυτός που είναι κακότροπος, ιδιότροπος και όχι πολύ εντάξει στις σχέσεις του με τους άλλους· στραβόξυλο.
[τουρκ. cenabet (από τα αραβ.) -ης με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] · τζαναμπέτ(ης) -ισσα]
- τιμονιέρης ο [timonéris] Ο11 θηλ. τιμονιέρισσα [timonérisa] Ο27 : 1. αυτός που κρατάει το τιμόνι σε μικρό θαλάσσιο σκάφος. 2. (μτφ.) αυτός που είναι υπεύθυνος για τη διακυβέρνηση ή για την καθοδήγηση ενός οργανωμένου συνόλου.
[βεν. timonier (στη σημ. 1) -ης· τιμονιέρ(ης) -ισσα]
- τιτίζης ο [titízis] Ο11 θηλ. τιτίζα [titíza] Ο25α : (μειωτ., προφ.) άνθρωπος σχολαστικά λεπτολόγος.
[τουρκ. titiz -ης· τιτίζ(ης) -α]