Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
778 εγγραφές [741 - 750] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χειροτέχνης ο [xirotéxnis] Ο10 : αυτός που κατασκευάζει χειροτεχνήματα.
[λόγ. < αρχ. χειροτέχνης]
- χιλιοχρονίτης ο [xi
oxronítis] Ο10 θηλ. χιλιοχρονίτισσα [xi oxronítisa] Ο27α : (οικ.) αυτός που είναι πολύ μεγάλος στην ηλικία: Ένας ~ γέρος. [χιλιόχρον(ος) -ίτης· χιλιοχρονίτ(ης) -ισσα]
- Xιώτης ο [xótis] Ο10 θηλ. Xιώτισσα [xótisa] Ο27 : αυτός που κατοικεί στη Xίο ή που κατάγεται από αυτή. (έκφρ.) την έπαθα* σαν ~ / χιώτικα. ΦΡ δυο δυο πάνε οι Xιώτες / πάνε δυο δυο σαν τους Xιώτες, πειραχτικά, γι΄ αυτούς που συνήθ. πηγαίνουν δύο μαζί.
[μσν. *Χιώτης (πρβ. μσν. χιώτικος) < η Χι(ο) -ώτης· Χιώτ(ης) -ισσα]
- χοράρχης ο [xorárxis] Ο10 : αυτός που διευθύνει εκκλησιαστικό χορό.
[λόγ. χορ(ός)2β + -άρχης]
- χρεοφειλέτης ο [xreofilétis] Ο10 : (οικον.) αυτός που χρωστάει χρήματα· χρεώστης.
[λόγ. < αρχ. χρεωφειλέτης (ελνστ. γραφή: χρεο-)]
- χρεώστης ο [xreóstis] Ο10 θηλ. χρεώστρια [xreóstria] Ο27 : 1.αυτός που χρωστάει χρήματα· οφειλέτης. ANT πιστωτής, δανειστής. 2. (μτφ.) αυτός που έχει κάποια ηθική υποχρέωση σε κπ.: Είμαστε χρεώστες απέναντι στην πατρίδα / στην οικογένειά μας.
[λόγ.: 1: ελνστ. χρεώστης· 2: σημδ. γαλλ. débiteur· λόγ. χρεώσ(της) -τρια]
- χρηματοδότης ο [xrimatoδótis] Ο10 θηλ. χρηματοδότρια [xrimatoδótria] Ο27 : αυτός που χρηματοδοτεί κπ.: ~ των έργων οδοποιίας είναι το ελληνικό κράτος. || (ως επίθ.): H χρηματοδότρια εταιρεία κήρυξε πτώχευση.
[λόγ. χρηματο- + -δότης· λόγ. χρηματοδό(της) -τρια]
- χρηματομεσίτης ο [xrimatomesítis] Ο10 : 1.μεσίτης που ασχολείται με σύνα ψη χρηματικών δανείων. 2. μεσίτης σε χρηματιστήριο.
[λόγ. χρηματο- + μεσίτης]
- χρησμοδότης ο [xrizmoδótis] Ο10 : αυτός που έδινε χρησμούς.
[λόγ. < ελνστ. χρησμοδότης]
- χρήστης ο [xrístis] Ο10 θηλ. χρήστρια [xrístria] Ο27 : αυτός που χρησιμοποιεί κτ.: Ο ~ ενός μηχανήματος / ενός λεξικού. Οι χρήστες μιας γλώσσας, όσοι τη μιλούν. ~ ναρκωτικών. || (νομ.) αυτός που έχει το δικαίωμα της χρήσης ενός πράγματος.
[λόγ. < αρχ. χρησ- (χρῶμαι) `χρησιμοποιώ΄ -της μτφρδ. γαλλ. usager (διαφ. το αρχ. χρήστης `πιστωτής΄ και το ελνστ. χρήστης `που δίνει χρησμούς΄· λόγ. χρήσ(της) -τρια)]