Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
778 εγγραφές [141 - 150] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γκραβαρίτης ο [gravarítis] Ο10 : (παρωχ.) άνθρωπος χωριάτης, αμόρφωτος και άξεστος στη συμπεριφορά.
[τοπων. Κράβαρ(α) -ίτης (ηχηροπ. [k > g] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-k > toŋg > g] )]
- γλείφτης ο [γlíftis] Ο10 θηλ. γλείφτρα [γlíftra] Ο25α : (υβρ.) που συμπεριφέρεται με δουλικότητα και κολακεύει τους άλλους για ιδιοτελείς σκοπούς.
[γλείφ(ω) -της· γλείφ(της) -τρα]
- γλύπτης ο [γlíptis] Ο10 θηλ. γλύπτρια [γlíptria] Ο27 : καλλιτέχνης που δουλεύει την πέτρα, το μάρμαρο, το μέταλλο και άλλες σκληρές ύλες, δίνοντάς τους ανάγλυφη ή τρισδιάστατη μορφή: Οι κορυφαίοι γλύπτες της αρχαιότητας. Έλληνας ~ που ζει στο εξωτερικό. Tο εργαστήρι του γλύπτη.
[λόγ. < ελνστ. γλύπτης· λόγ. γλύ π(της) -τρια]
- γλωσσοδέτης ο [γlosoδétis] Ο10 : (οικ.) 1. παροδική απώλεια της ικανότητας της ομιλίας από φόβο, συστολή ή έκπληξη: Πρόσεξε μην πάθεις γλωσσοδέτη μπροστά στην επιτροπή. M΄ έπιασε ~. || λεκτικό παιχνίδι που συνίσταται στη γρήγορη και σωστή άρθρωση δυσκολοπρόφερτων λέξεων: Nα σου πω ένα γλωσσοδέτη; «Άσπρη πέτρα ξέξασπρη κι απ΄ τον ήλιο ξεξασπρότερη». 2. ανωμαλία στην ανατομία της γλώσσας που προκαλείται από το πολύ μικρό μέγεθος του χαλινού.
[γλωσσο- + δέ(νω) -της]
- γλωσσοπλάστης ο [γlosoplástis] Ο10 θηλ. γλωσσοπλάστρια [γlosoplá stria] Ο27 : αυτός που πλάθει, που δημιουργεί καινούριες, δικές του λέξεις ή τύπους, οι οποίοι πλουτίζουν τη γλώσσα.
[λόγ. γλωσσο- + πλάστης· λόγ. γλωσσοπλάσ(της) -τρια]
- γνωμοδότης ο [γnomoδótis] Ο10 θηλ. γνωμοδότρια [γnomoδótria] Ο27 : αυτός που γνωμοδοτεί.
[λόγ. < ελνστ. γνωμοδότης· λόγ. γνωμοδό(της) -τρια]
- γνώστης ο [γnóstis] Ο10 θηλ. γνώστρια [γnóstria] Ο27α : αυτός που γνωρίζει κτ. πολύ καλά: Είναι ~ της νεότερης ιστορίας. Είμαι ~ του πράγματος / της υπόθεσης. || αυτός που έχει εμπειρία κάποιου πράγματος: Είναι ~ των προβλημάτων.
[ελνστ. γνώστης· λόγ. γνώσ(της) -τρια]
- γραμματοσυλλέκτης 1 ο [γramatosiléktis] Ο10 : υπάλληλος του ταχυδρομίου που μαζεύει τις επιστολές από τα γραμματοκιβώτιαα: Εργάζεται ως ~.
[λόγ. γραμματο-2 + συλλέκτης]
- γραμμοσύρτης ο [γramosírtis] Ο10 : όργανο σχεδιάσεως, που ήταν σε ευρύτερη χρήση παλαιότερα, με το οποίο σύρονταν γραμμές από μελάνι σε διαφορετικό πάχος.
[λόγ. γραμμο- 1 + σύρ(ω) -της μτφρδ. γαλλ. tire-ligne]
- γρανίτης ο [γranítis] Ο10 : 1. εξαιρετικά σκληρό εκρηξιγενές πέτρωμα: Πλάκες από γρανίτη. 2. (μτφ.) σύμβολο σκληρότητας, διάρκειας ή αντοχής.
[λόγ. < γαλλ. gran(ite) -ίτης < ιταλ. granito]