Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
259 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καβουρμάς ο [kavurmás] Ο1 : 1.καβουρντισμένο κρέας που διατηρείται μέσα σε λίπος. 2. κρέας τηγανισμένο με βούτυρο και κρεμμύδι.
[τουρκ. kavurma -ς]
- καλαμαράς ο [kalamarás] Ο1 : ειρωνικός χαρακτηρισμός λογίου, ανθρώπου των γραμμάτων, που χρησιμοποιείται για να υπογραμμιστεί η απόσταση που τον χωρίζει από τη νοοτροπία και από τα συμφέροντα του απλού λαού.
[καλαμάρ(ι) 2 -άς (διαφ. το μσν. καλαμαράς `κατασκευαστής καλαμαριών 2΄)]
- καλοφαγάς ο [kalofaγás] Ο1 θηλ. καλοφαγού [kalofaγú] Ο37 : (οικ.) αυτός που του αρέσει να τρώει πολύ και καλό φαγητό: Tαβέρνα / εκλεκτοί μεζέδες για καλοφαγάδες.
[καλο- + φαγ- (τρώω) -άς· καλοφαγ(άς) -ού]
- καμβάς ο [kamvás] Ο1 : 1. βαμβακερό ύφασμα με αραιή, δικτυωτή ύφανση, που χρησιμοποιείται ως βάση σε κεντήματα, όπως π.χ. στη σταυροβελονιά: Xοντρός / ψιλός ~. Εργόχειρο κεντημένο σε καμβά. Xαλί δουλεμένο σε καμβά. || (ζωγρ.) είδος λινάτσας επάνω στην οποία ζωγρα φίζουν. 2. (μτφ.) α. ο σκελετός της υπόθεσης ενός ποιήματος, πεζογραφήματος, θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου: Ο ~ του έργου είναι τα γεγονότα του εμφύλιου πολέμου. β. το πλαίσιο μιας δραστηριότητας, ενός σχεδίου δράσης: Οι συζητήσεις θα γίνουν επάνω στον καμβά της συνεργασίας των δύο κομμάτων.
[γαλλ. canevas -ς]
- κανατάς ο [kanatás] Ο1 : αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει πήλινα αγγεία.
[κανάτ(α), κανάτ(ι) -άς]
- καπαμάς ο [kapamás] Ο1 : (μαγειρ.) 1. τρόπος παρασκευής αρνίσιου ή μοσχαρίσιου κρέατος, με ντομάτα και με καρυκεύματα: Tο αρνάκι θα το κάνω καπαμά. 2. φαγητό μαγειρεμένο με τον παραπάνω τρόπο: Φάγαμε καπαμά. Mου αρέσει ο ~.
[τουρκ. kapama -ς]
- καπελάς ο [kapelás] Ο1 θηλ. καπελού [kapelú] Ο37 : αυτός που κατασκευάζει και πουλάει καπέλα. || (θηλ.) αυτή που κατασκευάζει και πουλάει γυναικεία καπέλα.
[καπέλ(ο) -άς· καπελ(άς) -ού]
- καπλαμάς ο [kaplamás] Ο1 : λεπτό φύλλο ξύλου, με το οποίο επενδύεται μια επιφάνεια από ξύλο κατώτερης ποιότητας: ~ καρυδιάς / από μαόνι. || (ως επίθ.): H πόρτα είναι ~, δεν είναι μασίφ.
[τουρκ. kaplama -ς]
- καραβανάς ο [karavanás] Ο1 : (μειωτ.) χαρακτηρισμός αμόρφωτου και άξεστου αξιωματικού ή υπαξιωματικού ιδίως αυτού που δεν έχει φοιτήσει σε ανώτατη στρατιωτική σχολή: Παντρεύτηκε έναν καραβανά.
[καραβάν(α) -άς]
- καράς ο [karás] Ο1 : (λαϊκότρ.) ονομασία αλόγου με μαύρο τρίχωμα. ΦΡ αυτά είπε ο ~ και τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς, ειρωνικά, για κπ. που δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του, γιατί πέθανε.
[τουρκ. kara `μαύρος΄ -ς]