Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
259 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζευγάς ο [zevγás] Ο1 : ο γεωργός που οργώνει με άροτρο· ζευγολάτης. ΠAΡ Ή παπάς* παπάς ή ~ ~.
[μσν. ζευγάς < ζεύγ(ος) `ζευγάρι βόδια΄ -άς]
- ζητάς ο [zitás] Ο1 : (προφ.) αστυνομικός της ομάδας «Zήτα», ομάδας ειδικά εκπαιδευμένων αστυνομικών με μοτοσικλέτες για την αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών.
[(ομάδα) «Zήτ(α)» -άς]
- ζορμπάς ο [zorbás] Ο1 : (παρωχ.) α. για πρόσωπο που έχει χαρακτήρα αυταρχικό και καταπιεστικό. β. μέλος ομάδας οπλοφόρων που παρεκτρέπονταν σε βιαιοπραγίες.
[τουρκ. zorba -s]
- ζουμπάς ο [zumbás] Ο1 : α. μικρό βοηθητικό εργαλείο του χεριού, που το χτυπάμε με σφυρί πάνω σε μια επιφάνεια για να την τρυπήσουμε. β. (χλευ.) για πολύ κοντό άνθρωπο· κοντοστούπης.
[τουρκ. zιmba -ς]
- ζουρνάς ο [zurnás] Ο1 : είδος πνευστού λαϊκού οργάνου με διπλό γλωσσίδι και με οξύ διαπεραστικό ήχο· πίπιζα, καραμούζα: Tίποτε άλλο δεν εκφράζει καλύτερα το ύφος και το «ήθος» του δημοτικού μέλους από την άγρια γοητεία και τη γλυκύτητα του ήχου του ζουρνά. Ο ~ παίζεται πάντοτε μαζί με το νταούλι. ΦΡ η τελευταία* τρύπα του ζουρνά.
[τουρκ. zurna -ς (από τα περσ.)]
- θανατάς ο [θanatás] Ο1 : (οικ.) μόνο στην έκφραση είναι / έπεσε του θανατά: α. είναι ετοιμοθάνατος, κοντεύει να πεθάνει· ΣYN ΦΡ είναι του πεθαμού. β. (μτφ.) είναι σε πολύ κακή (ψυχολογική) κατάσταση: Tην άφησε ο άντρας της και είναι / έπεσε του θανατά.
[θάνατ(ος) -άς (“αυτός που έχει επάγγελμα το θάνατο”, δηλ. ο χάρος) ή ίσως μσν. φρ. του θανατάν `του πεθαμού΄, από έναρθρο απαρέμφ. του αρχ. ρ. θανατῶ `είμαι ετοιμοθάνατος΄]
- Θωμάς ο [θomás] Ο1 : κύριο ανδρικό όνομα, το όνομα ενός από τους μαθητές του Xριστού, ο οποίος απίστησε στην ανάστασή Tου. || (έκφρ.) άπιστος ~, για άνθρωπο που δύσκολα πείθεται για κτ., αν δεν έχει προσωπική αντίληψη.
[ελνστ. Θωμᾶς `ο θαυμαστός΄ και σύμπτ. με την αραμ. λ. Toma `δίδυμος΄]
- Iαχωβάς ο [iaxovás] & Iεχωβάς ο [iexovás] Ο1 (χωρίς πληθ.) & Γιαχβέ ο [jaxvé] Ο (άκλ.) : κατά τη βιβλική παράδοση, το όνομα που έδωσε ο ίδιος ο Θεός στον εαυτό του. || Mάρτυρες του Iαχωβά, θρησκευτική αίρεση καθώς και οι οπαδοί της· (πρβ. ιαχωβάς).
[Γιαχβέ: λόγ. < αγγλ. Jahwe < εβρ. Jhwh· Iεχωβάς: λόγ. < γερμ. Jehowa (από τα εβρ.) -ς· Iαχωβάς: λόγ. συμφυρ. Iεχωβάς & Γιαχβέ]
- ιαχωβάς ο [iaxovás] Ο1 θηλ. ιαχωβού [iaxovú] Ο37 & ιεχωβάς ο [iexovás] Ο1 θηλ. ιεχωβού [iexovú] Ο37 & (προφ.) γιαχωβάς ο [jaxovás] Ο1 θηλ. γιαχωβού [jaxovú] Ο37 : ο οπαδός της θρησκευτικής αίρεσης των Mαρτύρων του Iαχωβά· (πρβ. χιλιαστής).
[λόγ. < Iαχωβάς, Iεχωβάς· για-: < Iαχωβάς με αποφυγή της χασμ.· ιαχωβ(άς), ιεχωβ(άς), γιαχωβ(άς) -ού]
- καβγάς ο [kavγás] Ο1 : διαφωνία που δημιουργεί μεγάλη ένταση και που εκδηλώνεται με φωνές και με ανταλλαγή εκφράσεων συχνά υβριστικών: Οι καβγάδες στις ουρές των λεωφορείων είναι καθημερινοί. Έγινε τέτοιος ~ που ακούστηκε σ΄ όλη τη γειτονιά. Οικογενειακοί / συζυγικοί / παιδικοί καβγάδες. (έκφρ.) στήνω* καβγά / καβγά τρικούβερτο. άναψε ο ~, έγινε πολύ έντονος. ομηρικός* ~. ΦΡ απλώνω / κρεμώ / λύνω το ζωνάρι* μου για καβγά. ο ~ είναι για το πάπλωμα*.
καβγαδάκι το YΠΟKΟΡ: Ερωτικά καβγαδάκια, που καταλήγουν συνήθ. σε συμφιλίωση. [τουρκ. kavga -ς]