Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
110 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβανιάρης -α -ικο [avanáris] Ε9 : (λαϊκότρ., λογοτ.) που συνηθίζει να λέει, να διαδίδει αβανιές· συκοφάντης.
[αβαν(ιά) -ιάρης]
- αγαθιάρης -α -ικο [aγaθxáris] Ε9 : αφελής, απονήρευτος μέχρι βλακείας· αγαθός·.
αγαθιάρικα ΕΠIΡΡ. [αγαθ(ός) -ιάρης]
- αγαπησιάρης -α -ικο [aγapisxáris] Ε9 : 1.που χαρακτηρίζεται από ερωτική διάθεση ή προκαλεί αυτή τη διάθεση στους άλλους· ερωτιάρης. 2. που εύκολα αγαπιέται· συμπαθητικός, αξιαγάπητος: Aγαπησιάρικο παιδί.
[μσν. αγαπησιάρης < αρχ. ἀγάπησ(ις) `αφοσίωση΄ -ιάρης]
- αγριομάτης -α -ικο [aγriomátis] Ε9 : (λογοτ.) που έχει άγριο, βλοσυρό βλέμμα. || (ως ουσ.).
[αγριο- + -μάτης]
- αγριομούρης -α -ικο [aγriomúris] Ε9 : (λαϊκ.) που έχει άγριο, βλοσυρό πρόσωπο. || (ως ουσ.).
[αγριο- + μούρ(η) -ης]
- ανακατωσιάρης -α -ικο [anakatosxáris] Ε9 : (οικ.) ανακατωσούρης.
[ανακατωσ(ιά < ανακατωσ- (ανακατώνω) -ιά) -ιάρης]
- ανακατωσούρης -α -ικο [anakatosúris] Ε9 : (οικ.) που ανακατώνεται σε ξένες υποθέσεις και βάζει διαβολές· ανακατωσιάρης.
[ανακατωσούρ(α) -ης]
- αναμαλλιάρης -α -ικο [anamaláris] Ε9 : (οικ.) που έχει τα μαλλιά του ανακατωμένα, που είναι τελείως αχτένιστος· αναμαλλιασμένος: Mια γριά κουρελού κι αναμαλλιάρα. Παιδιά βρόμικα κι αναμαλλιάρικα. || (ως ουσ.).
[μσν. αναμαλλιάρης < ανα- μαλλι(ά) -άρης]
- ανοιχτομάτης -α -ικο [anixtomátis] Ε9 θηλ. (προφ.) ανοιχτομάτισσα [anixtomátisa] Ε (βλ. Ο27) : που έχει ανοιχτά τα μάτια του, οξυμμένη τη νοητική του αντίληψη, και γι΄ αυτό δεν τον ξεγελά κανείς εύκολα ή δεν του ξεφεύγει καμιά ευκαιρία.
[ανοιχτο- + -μάτης (πρβ. μσν. ανοιχτόματος ίδ. σημ.)· ανοιχτομάτ(ης) -ισσα]
- ανοιχτοχέρης -α -ικο [anixtoxéris] Ε9 : που δε λυπάται να ξοδεύει από τα χρήματά του· χουβαρντάς, απλοχέρης, γενναιόδωρος. ANT σφιχτοχέρης, σφιχτός, τσιγκούνης.
[ανοιχτο- + χέρ(ι) -ης]